Ο Ριχάρδος ο 3ος θέλει να γίνει βασιλιάς της Αγγλίας με οποιοδήποτε κόστος και δολοφονεί τους συγγενείς του και νόμιμους διαδόχους του θρόνου. Όμως αρχίζει να παρασύρεται στην παράνοια καθώς τα φαντάσματα αυτών που δολοφόνησε τον στοιχειώνουν.
Σχόλια:
Ο Roger Corman κάνει ένα μικρό διάλειμμα από τις συνεχείς μεταφορές του Edgar Allan Poe στις οποίες είχε επιδοθεί εκείνη την εποχή και προσλαμβάνεται σαν σκηνοθέτης από τον αδελφό του, Gene Corman, για να σκηνοθετήσει αυτή την Σεξπηρική ιστορία του αιμοδιψή Ριχάρδου του τρίτου. Ο Vincent Price ήταν η προφανής επιλογή για το ρόλο του καμπούρη και εξαιρετικά βίαιου ευγενή που δεν πήρε και τόσο καλά την απόφαση του ετοιμοθάνατου πατέρα του βασιλιά Εδουάρδου του 4ου να δώσει τον θρόνο της Αγγλίας στο μικρό ανίψι του.
Έτσι άρχισε να επιδίδεται σε ένα μπαράζ φόνων με πρώτο εκείνο του σοφού και μορφωμένου αλλά άπειρου από το πεδίο της μάχης αδελφού του, Ratcliffe. Όλα με απώτερο στόχο να πάρει ο ίδιος το στέμμα του Βασιλείου από τους νόμιμους κληρονόμους. Ο Ριχάρδος εκτός από αδελφοκτόνος δεν διστάζει να καθαρίσει με συνοπτικές διαδικασίες ακόμη και τα ανήλικα ανίψια του, πόσο μάλλον οποιονδήποτε άλλο που θα βρεθεί στο δρόμο του για το θρόνο. Έλα όμως που δεν πάει και πολύ καλά στα μυαλά του κι έτσι οι ερινύες και τα φαντάσματα των δολοφονημένων θα τον οδηγήσουν σταδιακά στην απόλυτη τρέλα και με γεωμετρική βεβαιότητα στο θάνατο, αφού όμως πρώτα αφήσει σωρούς πτωμάτων στον αιματοβαμμένο Πύργο του Λονδίνου.
Οι μέθοδοι του Ριχάρδου περιλαμβάνουν εκτός από τον φόνο, την συκοφαντία μέχρι πρότινος άμεμπτων προσώπων του βασιλείου, την εξαπάτηση των υπολοίπων ώστε να νομίζουν ότι ο ίδιος είναι αθώος και βέβαια των απάνθρωπων βασανιστηρίων στις κατακόμβες του Πύργου που προβλέψιμα είναι η αγαπημένη του τοποθεσία στο κάστρο. Ο Ριχάρδος μοιάζει ασταμάτητος, αλλά η μοίρα του επιφυλάσσει μια μακάβρια έκπληξη όταν θα αποφασίσει να οδηγήσει τον στρατό του ενάντια στα αντίπαλα στρατόπεδα στη μάχη του Bosworth.
Η ιστορία και το παρασκήνιο της συγκεκριμένης ταινίας είναι αρκετά πλούσια και μέχρι ενός σημείου δικαιολογεί το αποτέλεσμα που σε γενικές γραμμές είναι κατώτερο απ’ ότι θα περίμενε κανείς για τον σε μεγάλη φόρμα την εποχή Roger Corman. Κατ’ αρχάς γυρίστηκε ασπρόμαυρη, κάτι που με τα λόγια του ίδιου του Gene Corman «ήταν σαν να κάνουμε μια βωβή ταινία όταν όλοι οι άλλοι χρησιμοποιούσαν ήχο». Ο λόγος γι αυτό ήταν οι ξαφνικοί περιορισμοί στον προϋπολογισμό που επέβαλλε η United Artists και ο executive producer Edward Small ελάχιστες μέρες πριν την προγραμματισμένη έναρξη των γυρισμάτων.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό δείγμα ήταν ότι στις σκηνές της τελικής μάχης του Bosworth χρησιμοποιήθηκαν πλάνα από την ομώνυμη ταινία του 1939 με πρωταγωνιστές τους Basil Rathbone και Boris Karloff στην οποία είχε επίσης ένα ρόλο ο Vincent Price. Τα πλάνα αυτά αναμίχθηκαν με πλάνα από χάρτες της εποχής και άλλα παρόμοια τεχνάσματα για να καλύψουν την γύμνια της παραγωγής και κατά συνέπεια η πιο εντυπωσιακή- τουλάχιστον στα χαρτιά- σκηνή στην ταινία έμελλε να είναι μια από τις πιο αδιάφορες.
Όλα αυτά τα προβλήματα έκαναν τους Roger και Gene Corman να θελήσουν αρκετές φορές να απομακρυνθούν από το συγκεκριμένο project, το οποίο όμως προχώρησε κυρίως λόγω της εμπορικότητας του ονόματος τόσο του Roger Corman όσο και του πρωταγωνιστή Vincent Price που εκείνη την εποχή ήταν λίρα εκατό για οποιονδήποτε παραγωγό και μόνο του εξασφάλιζε εμπορική επιτυχία.
Το τελικό αποτέλεσμα σίγουρα δεν είναι αυτό που αποδεδειγμένα θα μπορούσε να παράγει ο Roger Corman, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό, κυρίως λόγω της τρομερής ερμηνείας του Price που δίνει τα ρέστα του και όσο βρίσκεται στο πλάνο (δηλαδή το 99% του χρόνου προβολής) είναι απολαυστικός. Η κλίση του και η σφοδρή του επιθυμία να παίζει Σαίξπηρ ήταν δεδομένη κι έτσι μόνος του παίρνει στις πλάτες του ολόκληρη την ταινία και την κάνει να λειτουργεί μια χαρά παρόλο που, εκτός των προαναφερθέντων προβλημάτων, το σενάριο ήταν κάθε άλλο παρά πρωτότυπο ή απρόβλεπτο.
Κατά τ’ άλλα η ατμόσφαιρα που θα περίμενε κανείς υπάρχει ως ένα βαθμό, παρόλο που η ασπρόμαυρη φωτογραφία δεν βοηθάει καθόλου προς αυτή την κατεύθυνση ενώ η ιστορία είναι εμπλουτισμένη με αρκετή βία και σόκιν για την εποχή που γυρίστηκε σκηνές που αν μη τι άλλο περιγράφουν άψογα εκείνη την σκοτεινή περίοδο της Αγγλίας του μέσου του 13ου αιώνα. Πάντως πέρα από τον Vincent Price και την τρομερή ερμηνεία του οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους δεν στέκονται στο ύψος τους παραδίδοντας έντονα θεατρικές ερμηνείες που περισσότερο θα ταίριαζαν στο σανίδι παρά στο λευκό πανί. Εξαιρέσεις πιθανότατα αποτελούν ο Richard Hale στο ρόλο του σαδιστή Tyrus και η πανέμορφη Sandra Knight στο ρόλο της ταλαίπωρης Mistress Shore που δοκιμάζει το θάλαμο βασανιστηρίων του Ριχάρδου.
Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ταινία του Roger Corman που οι fans του Vincent Price καλά θα κάνουν να μην χάσουν με κανένα τρόπο γιατί ο Άρχοντας του Τρόμου είναι στο στοιχείο του και είναι χορταστικός και σχεδόν τέλειος στο ρόλο ενός αιμοδιψή και διαταραγμένου ηγεμόνα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Price έχει εδώ μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, και να πω την αλήθεια δεν βλέπω γιατί να μην είναι έτσι τα πράγματα.
Σίγουρα το TOWER OF LONDON δεν είναι Σαίξπηρ και είναι κατώτερο από το πρωτότυπο του 1939, αλλά σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια ταινία από τη χρυσή εποχή των Corman και Price που βλέπεται ευχάριστα παρόλα τα πολλά προβλήματα της και τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε.