Η αστυνομία ερευνάει μια σειρά φόνων κατά τους οποίους τα θύματα βρίσκονται στραγγισμένα από αίμα και καταλήγει σε έναν επιστήμονα που ασχολείται με μια σειρά παράξενων πειραμάτων.
Σχόλια:
Πόσο εύκολο είναι για μια ομάδα παραγωγής να έχει στα χέρια της τόσο πολλά όπλα και παρ’ όλα αυτά να μην καταφέρνει να τα αξιοποιήσει στο βαθμό που πρέπει; Καθόλου εύκολο και ιδίως όταν στην ομάδα παραγωγής υπάρχουν οι Max Rosenberg και Milton Subotsky, ονόματα που ταυτίστηκαν με την χρυσή εποχή του Βρετανικού τρόμου των στούντιο της Amicus και όχι μόνο. Κι όμως, το SCREAM AND SCREAM AGAIN δεν καταφέρνει να αποτυπώσει τις φιλοδοξίες του πολύπλοκου σεναρίου του Christopher Wicking, και μάλλον ούτε να πλησιάσει το βάθος του βιβλίου του Peter Saxon πάνω στο οποίο βασίστηκε.
Να σημειώσω εδώ πριν βγουν βιαστικά συμπεράσματα ότι δεν μιλάω για μια αποτυχημένη ταινία, κάθε άλλο. Όμως το τελικό αποτέλεσμα είναι απλώς ευχάριστο ενώ όλες οι συνθήκες συνηγορούσαν για κάτι μεγαλειώδες και αυτό είναι κρίμα. Και αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό προέκυψε κυρίως λόγω της υπόθεσης και όχι λόγω της πρώτης ταυτόχρονης παρουσίας των Ιερών Τεράτων Vincent Price, Christopher Lee και Peter Cushing σε ταινία, τότε μπαίνουμε πλέον στη σφαίρα του αξιοπερίεργου αν όχι του παραλόγου.
Η ιστορία που αφηγείται το SCREAM AND SCREAM AGAIN είναι αρκετά περίπλοκη σαν ιδέα και παρουσιάζεται ακόμα πιο μπερδεμένα από τον Gordon Hessler. Επί της ουσίας πρόκειται για μια έρευνα της αστυνομίας σε μια σειρά φόνων που ταράζουν την πόλη τα θύματα των οποίων βρίσκονται κακοποιημένα σεξουαλικά και χωρίς σταγόνα αίμα στο σώμα τους. Επικεφαλής της έρευνας ο επιθεωρητής Bellaver (Alfred Marks) υπό την διακριτική εποπτεία του αρχηγού του σώματος Christopher Lee και την ιατρική φροντίδα της υπόθεσης έχει ένας νεαρός ιατροδικαστής.
Η έρευνα και η καταδίωξη του υπόπτου τον οδηγεί στο παρακείμενο σπίτι όπου και παίρνει ένα… μπανάκι σε μια πισίνα από οξύ. Αποδεικνύεται ότι το σπίτι ανήκει σε έναν εκκεντρικό επιστήμονα (Vincent Price) ο οποίος μοιάζει να μην έχει κάποια σχέση με την υπόθεση, αλλά ταράζεται όταν μαθαίνει ότι η αστυνομία είχε στην κατοχή της αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα του δολοφόνου.
Εντωμεταξύ υπάρχει και μια νεοναζιστική ομάδα πραξικοπηματιών που δρουν σε κάποια ακαθόριστη χώρα, οι οποίοι ενώ στην αρχή μοιάζουν εντελώς ξεκάρφωτοι με τα υπόλοιπα, αργότερα ξεκαθαρίζει ο ρόλος τους και η σχέση τους με την υπόθεση των φόνων. Μέλος αυτής της οργάνωσης είναι και ο Peter Cushing ντυμένος κομπλέ με ναζιστική στολή, ενώ υπάρχει και ένας σαδιστής αξιωματικός που αναλαμβάνει τα ερευνητικά και επιστημονικά θέματα της οργάνωσης.
Πιστέψτε με, δυσκολεύτηκα για να γράψω αυτήν την υπόθεση και να φαίνεται ότι βγάζει νόημα χωρίς να προδίδει καίρια σημεία στην εξέλιξη της πλοκής. Κάπως έτσι είναι και στην πράξη το SCREAM AND SCREAM AGAIN, με την κάμερα του Hessler να κινείται με γρήγορους ρυθμούς από το ένα φαινομενικά ξεκάρφωτο κομμάτι της ιστορίας στο άλλο, σε σημείο που σχεδόν ολόκληρη την πρώτη ώρα της προβολής σχεδόν να μην βγαίνει νόημα από τα δρώμενα. Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν κάπως αρκετά αργότερα και δένουν τις ξεχωριστές ιστορίες, φέρνοντας και τους υποτιθέμενους πρωταγωνιστές έστω και για λίγο στο ίδιο πλάνο.
Και λέω «υποτιθέμενους» γιατί ο χρόνος του Peter Cushing όσο είναι απολαυστικός άλλο τόσο είναι ελάχιστος, με τα γυρίσματα του να διαρκούν μόλις μία μέρα και το συνολικό χρόνο που βρίσκεται στο πλάνο να μην ξεπερνάει τα τρία με τέσσερα λεπτά, ενώ του Christopher Lee είναι λίγο περισσότερος αλλά τουλάχιστον καίριος. Από τους τρεις μεγάλους, περισσότερο χρόνο έχει σίγουρα ο Vincent Price, αλλά με τίποτα δεν θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως πρωταγωνιστή. Αυτόν τον τίτλο παίρνουν αρκετοί άλλοι από το cast της ταινίας, όπως ο Alfred Marks κατά πρώτο στο ρόλο του μπάτσου που ηγείται της έρευνας και ο νεαρός Christopher Matthews που παίρνει τα ηνία προς το φινάλε. Στο φινάλε πάντως, αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής είναι ο Vincent Price με μια ερμηνεία σήμα- κατατεθέν.
Γενικά η ταινία κινείται στην πλειοψηφία της στον χώρο του αστυνομικού μυστηρίου, με εμβόλιμες σκηνές καταδιώξεων και αρκετού μπλα- μπλα μέσα στο αστυνομικό τμήμα και τους παρακείμενους χώρους. Στα μέσα γίνεται μια στροφή προς την καθαρή επιστημονική φαντασία ενώ υπάρχουν και διάσπαρτα στοιχεία τρόμου που όμως μάλλον μοιάζουν αταίριαστα με το όλο κλίμα. Όλα μοιάζουν λίγο παραφορτωμένα, αλλά εκεί που ο θεατής αρχίζει να νιώθει άβολα με το θέαμα έρχονται οι εμφανίσεις των πρωτοκλασάτων ονομάτων.
Από στυλ, προσωπικά περισσότερο μου θύμισε τις κλασικές ταινίες του Sherlock Holmes, αλλά υπάρχουν και αρκετές ακόμα αναφορές ιδίως στο Frankenstein όταν η ιστορία το γυρίζει στην επιστημονική φαντασία. Επίσης αξίζει αναφορά και στο εκπληκτικό funky soundtrack της εποχής, με το ομώνυμο κομμάτι να ακούγεται ολόκληρο σε σκηνές που διαδραματίζονται σε Λονδρέζικο night club και πραγματικά ανεβάζει την ταινία πολύ περισσότερο.
Προσωπικά θεωρώ το SCREAM AND SCREAM AGAIN μια τεράστια ευκαιρία για κάτι πραγματικά εκπληκτικό που πήγε ουσιατικά χαμένη από τους συντελεστές της και τελικά κατέληξε απλώς να υποστηρίζεται από τα τεράστια ονόματα των Price, Lee και Cushing όσο αυτοί εμφανίζονται. Σίγουρα έχει ενδιαφέρον και παρακολουθείται ευχάριστα από ένα σημείο και μετά, αλλά η συσσώρευση διαφορετικών στοιχείων και χαρακτήρων όσο και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται την κάνουν να απέχει απ’ αυτό που θα χαρακτήριζε κανείς αντάξιο των ονομάτων της. Πάντως σίγουρα είναι μια φιλόδοξη ταινία που απαιτεί επαναληπτικές προβολές για να εκτιμηθεί και που έχει μείνει στην ιστορία ως η πρώτη συνάντηση των τριών μεγάλων.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν εκδόσεις σε DVD στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R1 Αμερική (MGM – Midnite Movies) – Μαζί με το THE OBLONG BOX