Μια σειρά φαινομενικά τυχαίων φόνων στη Νέα Υόρκη όπου οι δράστες ισχυρίζονται ότι «ο Θεός τους διέταξε» φέρνει έναν θρήσκο ντετέκτιβ που ερευνάει την υπόθεση αντιμέτωπο με μια τρομερή και απίστευτη αλήθεια για την υπόθεση και για τον εαυτό του.
Σχόλια:
Θυμάμαι μια συνέντευξη του Fred Williamson στα extras του DVD του BRONX WARRIORS όπου αναφερόμενος στον Larry Cohen είχε- εν ολίγοις- πει ότι πάντα προσπαθούσε να κάνει το κάτι παραπάνω από καλλιτεχνικής πλευράς στις ταινίες του παρόλο που ίσως να μην το είχε όπως ο ίδιος πίστευε. Αυτό μου ήρθε αυτόματα στο μυαλό μετά το τέλος του GOD TOLD ME TO, μιας από τις ταινίες που ο θρυλικός Αμερικάνος σκηνοθέτης ξεπερνάει τον εαυτό του από πλευράς έμπνευσης και οράματος και φτάνει πιο κοντά από ποτέ στο αριστούργημα που πάντα ήθελε να φτιάξει.
Τόσο κοντά, όμως τόσο μακριά γιατί για άλλη μια φορά το μίγμα διαφορετικών στοιχείων που παρατηρούμε σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Cohen πότε λειτουργεί τέλεια και πότε όχι και τόσο. Εδώ έχουμε μια όχι και τόσο κλασική ιστορία μυστηρίου και αστυνομικής έρευνας με έντονα στοιχεία ψυχολογικού δράματος αλλά και επιστημονικής φαντασίας δεμένα ίσως με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσε ο σκηνοθέτης κλασικών cult επιτυχιών όπως BLACK CEASAR και IT’S ALIVE.
Τα γεγονότα αρχίζουν όταν στη Νέα Υόρκη πολίτες υπεράνω υποψίας παίρνουν τα όπλα και στα καλά καθούμενα καθαρίζουν αδιακρίτως κοσμάκη. Τα περιστατικά πολλά και με κοινό χαρακτηριστικό ότι όλοι οι δράστες ισχυρίζονταν ότι ο Θεός τους έβαλε να το κάνουν, κάτι που κάνει τον ντετέκτιβ Peter Nicholas (Tony Lo Bianco) που ασχολείτο ήδη με την υπόθεση να υποθέσει ότι τόσες πολλές κοινές μαρτυρίες δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Παράλληλα με την εξέλιξη της υπόθεσης, ο πάντα βαθιά θρησκευόμενος ντετέκτιβ ανακαλύπτει ότι υπάρχει μια κρυφή πτυχή του εαυτού του που δεν έχει εξερευνήσει ποτέ και ότι σχετίζεται τόσο με την υπόθεση όσο και με έναν μυστηριώδη μάρτυρα που εθεάθη στους χώρους των εγκλημάτων.
Να αποκαλύψω παραπάνω από την εξαιρετικά εμπνευσμένη και πολύπλοκη ιστορία του GOD TOLD ME TO θα ήταν άδικο για όσες και όσους δεν το έχουν δει. Και γνώμη μου είναι ότι αν είναι κανείς να δει μόνο μία ταινία του Larry Cohen στην «καριέρα» του ως cult horror fan, καλό θα ήταν να είναι αυτό το υπέροχο και αδίκως ξεχασμένο πείραμα διασταύρωσης ειδών του που ότι και να του καταλογίσει κανείς, δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί μπροστά στο όραμα του δημιουργού του.
Ξεκινώντας την ταινία σαν ένα τυπικό αστυνομικό θρίλερ, ο Cohen ρίχνει στάχτη στα μάτια των θεατών και αφήνει την ταινία να ρέει από μόνη της, με την μία αποκάλυψη να διαδέχεται την άλλη. Όλα με το γνώριμο 70’s ρεαλιστικό στυλ που συναντάμε σε όλες τις ταινίες του Cohen και όχι μόνο, που αυτή τη φορά έχει σταθερά γρήγορο ρυθμό και τον διατηρεί από την αρχή ως το τέλος. Οι μεταβάσεις του ενδιαφέροντος από το ολοένα αυξανόμενο μυστήριο στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα και στον τρόπο που αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν ταυτίζονται με του θεατή, που όσο και να προσπαθεί να μαντέψει τι θα γίνει, το σενάριο βρίσκει πάντα έναν τρόπο να τον διαψεύδει.
Αυτό από μόνο του είναι ένα επίτευγμα όχι μόνο για τον Larry Cohen που εδώ είχε στιγμές παρανοϊκής έμπνευσης, αλλά για ολόκληρη τη σκηνή του cult- horror οι οποία συνήθως κινείται σε κλισαρισμένα και προβλέψιμα μονοπάτια. Όχι όμως εδώ, μιας και ο Cohen βάζει και εμβόλιμα στοιχεία θρησκευτικού προβληματισμού αλλά και επιστημονικής φαντασίας α λα THE X FILES και τα δένει μεταξύ τους με αξιοθαύμαστο βαθμό επιτυχίας. Και καταφέρνει να συνδυάσει τα τυπικά exploitation καλούδια με βαθύτερα νοήματα και να δίνει τροφή για σκέψη στους θεατές χωρίς να γίνεται βαρύς παρά μόνο σε ελάχιστα σημεία κρατώντας γενικά την ιστορία του σε ρεαλιστικά για τη θεματολογία της ταινίας πλαίσια.
Αλήθεια, ενδιαφέρον θα είχε το τι θα γινόταν αν έπαιρνε κανείς ακριβώς αυτό το σενάριο και το έδινε σε άλλον σκηνοθέτη της εποχής. Αναμφίβολα το αποτέλεσμα θα είχε εντελώς άλλη μορφή και κάτι μου λέει όχι προς το καλύτερο. Αλλά πώς να γινόταν κάτι τέτοιο όταν είναι ξεκάθαρο ότι ο Cohen ήθελε το δικό του one-man-show και το έκανε με τον πιο πρωτότυπο τρόπο που μπορούσε, φτιάχνοντας μια μοναδική ταινία που μπορεί να μην είναι όσο ολοκληρωμένη όσο θα ήθελε, αλλά σίγουρα είναι μια από τις καλύτερες του.
Αξίζει σε κάθε περίπτωση να αναφέρουμε αρκετές blaxploitation αναφορές σε διάφορα σημεία της ταινίας και μια cameo εμφάνιση του κωμικού Andy Kaufman στο ρόλο ενός μπάτσου που παθαίνει αμόκ, ενώ ο πρωταγωνιστής Tony Lo Bianco αντικατέστησε τον Robert Forster που είχε προγραμματιστεί αρχικά για το ρόλο δίνοντας μια τρομερή ερμηνεία την οποία αμφιβάλλω αν ο Forster θα είχε καταφέρει με αυτό το βαθμό επιτυχίας.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για μια ταινία που είναι κλασική στο πάνθεον της cult- horror- sci fi- exploitation σκηνής και αδίκως σήμερα μοιάζει ολίγον τι ξεχασμένη παρ’ όλες τις εκδόσεις σε DVD. Σίγουρα δεν είναι τέλεια, αλλά είναι αναμφίβολα μια ρυθμική, ενδιαφέρουσα από την αρχή ως το τέλος και απόλυτα ψυχαγωγική ταινία που κατά τη γνώμη μου κερδίζει με κάτω τα χέρια άλλες γνωστότερες και πιο υπερτιμημένες δουλειές του ίδιου σκηνοθέτη.
Και οι δύο εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Η έκδοση της Blue Underground είναι εκτός συναγωνισμού με αναμορφική widescreen μεταφορά και ποιοτικά extras. Η άλλη έκδοση καθώς και άλλες που πιθανόν να κυκλοφορούν είναι budget εκδόσεις με ποιότητα εικόνας VHS.