Ο αδίστακτος κυνηγός μαγισσών Λόρδος Cumberland καταφθάνει σε μια μικρή πόλη της Αγγλίας του μεσαίωνα για να επιτελέσει το θεάρεστο έργο του, με χρήση κάθε είδους βασανιστηρίων για αυτές και αυτούς που κατηγορούνται για μαγεία.
Σχόλια:
Το MARK OF THE DEVIL είναι μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις ταινίας που αντεπεξέρχεται στην διαβόητη φήμη που έχει αποκτήσει τόσα χρόνια. Ξεκινώντας από το μακρινό 1971 όταν και προβλήθηκε για πρώτη φορά, οι υπεύθυνοι μάρκετινγκ μοίραζαν σακούλες εμετού στο κοινό που ήρθε στο σινεμά να το δει. Παρόμοια κόλπα έγιναν και στο μέλλον αλλά και στο παρελθόν, αλλά το ότι δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς σε ποιες ταινίες νομίζω ότι λέει κάτι. Το MARK OF THE DEVIL από την άλλη μεριά άπαξ και το δει κανείς, πολύ δύσκολα ξεχνιέται όσα χρόνια και να περάσουν από την τελευταία προβολή.
Επηρεασμένο φανερά από το ιστορικό και εκπληκτικό WITCHFINDER GENERAL, το MARK OF THE DEVIL μας μεταφέρει στην πιο σκοτεινή εποχή της Ευρώπης, όταν το κυνήγι μαγισσών ήταν ο κανόνας και η ανθρωπότητα ζούσε καταπιεσμένη από κομπλεξικούς και σαδιστές υποτιθέμενους «ευγενείς» που εκτελούσαν το έργο του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα απλώς εκτονωνόντουσαν από τα χιλιάδες κόμπλεξ τους.
Ο διαβόητος για τη σκληρότητα του κυνηγός μαγισσών Λόρδος Cumberland (Herbert Lom) έρχεται μαζί με το επιτελείο του για να αναλάβει τα ηνία σε ένα χωριό της Αγγλίας του σκοτεινού μεσαίωνα από τον τοπικό ιεροεξεταστή ονόματι Albino (Reggie Nalder). Ο τελευταίος, αμόρφωτος σαδιστής και με κάθε είδους κόμπλεξ χρησιμοποιεί τη θέση του για να ικανοποιεί τις προσωπικές του σαρκικές και όχι μόνο επιθυμίες δικάζοντας, καταδικάζοντας και εκτελώντας συνοπτικά τις υποψήφιες μάγισσες χωρίς καμία μέριμνα για τα τυπικά της κάθε υπόθεσης. Φυσιολογικά, δεν καλοβλέπει την άφιξη του Cumberland, πόσο μάλλον όταν ο όμορφος και ακέραιος βοηθός του, Christian (Udo Kier), του την πέφτει στα ίσια όταν τον μυρίστηκε ότι κατηγόρησε άδικα για μαγεία την γκαρσόνα του τοπικού ταβερνείου.
Εκεί ξεκινάει το αμόρε του Udo με την όμορφη Vanessa (Olivera Vuco) το οποίο όμως διακόπτεται απότομα όταν ο ασχημομούρης Albino «μαγειρεύει» την χαρτούρα που θα έπειθε τον Cuberland να την προσάγει με την κατηγορία της μαγείας. Ο ιεροεξεταστής δεν πείθεται με τίποτα, κάτι που αρχίζει να βάζει αμφιβολίες στον μέχρι τότε πιστό Udo ο οποίος είναι βέβαιος για την αθωότητα της όμορφης Vanessa.
Από την άλλη, ο μέχρι τότε ατσαλάκωτος Λόρδος Cumberland αρχίζει να δείχνει σημάδια αποσύνθεσης που κορυφώνονται με μαζικές ψεύτικες κατηγορίες μερικές από τις οποίες με μόνο στόχο να αποσπαστούν περιουσιακά στοιχεία από τους κατηγορούμενους προς όφελος της εκκλησίας. Παράλληλα, καθαρίζει τον Albino σε μια ξαφνική έκρηξη οργής μπροστά στα μάτια του πιστού Udo, που αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να εγκαταλείψει τον δάσκαλο του και να ελευθερώσει όλους τους φυλακισμένους στα μπουντρούμια, με πρώτη την όμορφη Vanessa.
Όσο υπάρχει η εξέλιξη της παραπάνω τυπικής κατά τα’ άλλα ιστορίας οι σκηνοθέτες μας χαρίζουν μια πιθανότατα πιστή αναπαράσταση αυτής της σκοτεινής εποχής, με ασταμάτητα πλάνα απάνθρωπων βασανιστηρίων κάθε είδους, από τέντωμα στο κρεβάτι του πόνου, κάψιμο και τρύπημα με μυτερά αντικείμενα μέχρι μαστίγωμα και σεξουαλική βία. Παράλληλα υπάρχουν και καψίματα στην πυρρά, αποκεφαλισμοί, μαχαιρώματα, βιασμοί, όλα υποστηριζόμενα από αρκετά ρεαλιστικά και επιτυχημένα ειδικά εφέ που κάνουν την προβολή ακόμα πιο δυσάρεστη απ’ ότι είναι το θέμα καθαυτό.
Ορισμένες από τις σκηνές βασανιστηρίων είναι πραγματικά αποκρουστικές, με πιο γνωστή το διαβόητο πλέον κόψιμο της γλώσσας μιας φυλακισμένης, σκηνή που λογοκρίθηκε σε πολλές εκδόσεις της ταινίας, αλλά προσωπικά στην σκηνή του «μαρτυρίου της σταγόνας» πραγματικά ένιωσα τον απίστευτο πόνο του θύματος στην οθόνη και την βρίσκω μια από τις πιο δύσκολες σκηνές στην παρακολούθηση όλων των εποχών στο σινεμά τρόμου και exploitation.
Παρόλο, όμως, το κακόγουστο παραλήρημα βίας και sleaze που διακατέχει το MARK OF THE DEVIL, κανείς πρέπει να αναγνωρίσει στους παραγωγούς το φανερό τους όραμα και ότι πέτυχαν διάνα με το επιτελείο ηθοποιών που επέλεξαν. Ο Herbert Lom είναι πραγματικά τρομακτικός στο ρόλο του Κυνηγού Μαγισσών και συγκρίνεται άνετα με τον χαρακτήρα του Mathew Hopkin που υποδύθηκε ο Vincent Price στο WITCHFINDER GENERAL, ο Udo Kier τέλειος στο ρόλο του αδιάφθορου νεαρού βοηθού του και υπάρχει και πληθώρα καλλίγραμμων γυναικών που όταν δεν αναστενάζουν στις κατακόμβες του κάστρου, αφαιρούν σε κάθε ευκαιρία τα ρούχα τους. Μέχρι και η επιλογή του Reggie Nalder για τον ρόλο του πιο δυσάρεστου χαρακτήρα της ταινίας, του σατανικού Albino, είναι 100% επιτυχημένη και προσδίδει ακόμα περισσότερο στην συνεχιζόμενη και αυξανόμενη ατμόσφαιρα παρακμής, σήψης και διαφθοράς του MARK OF THE DEVIL.
Συγκρίσεις με το προγενέστερο WITCHFINDER GENERAL είναι αναπόφευκτες, αλλά μάλλον ατυχείς καθώς το MARK OF THE DEVIL είναι στεγνό και απροκάλυπτο exploitation που γενικά αποφεύγει την δραματική πολυπλοκότητα και το κάπως πιο ανάλαφρο ύφος του WITCHFINDER GENERAL, αν βέβαια μπορεί να μιλήσει κάποιος για κάτι τέτοιο σε ταινίες με τη συγκεκριμένη θεματολογία. Δραματικό στοιχείο πάντως υπάρχει στο MARK OF THE DEVIL και έρχεται κυρίως από τον Udo Kier και τον χαρακτήρα του, που είναι σαν μια αχτίδα φωτός μέσα στο απόλυτο σκοτάδι των υπολοίπων μισητών και γενικά αχώνευτων χαρακτήρων στην ταινία.
Ο Λόρδος Cumberland εν προκειμένω, εκτός του ότι είναι απίστευτα τρομακτικός ελέω ερμηνείας του μεγάλου Herbert Lom είναι ακαθόριστα προβληματικός σαν άνθρωπος, κάτι που φαίνεται πίσω από το προσωπείο της απενοχοποίησης του υποτιθέμενου έργου του θεού το οποίο παρουσιάζει σε κάθε ευκαιρία. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην σκηνή όπου ο γλοιώδης Albino προσπαθεί να τον δελεάσει να συνεργαστούν φέρνοντας του σαν επιχειρήματα ότι κι αυτός άνθρωπος είναι και δεν μπορεί να μην ευχαριστιέται έστω και λίγο να βλέπει τις όμορφες γυναίκες του χωριού να αναστενάζουν στις κατακόμβες βασανιστηρίων του κάστρου!
Από εκεί και πέρα αξίζει να αναφέρουμε για την γλυκόπικρη μουσική του Michael Holm, που μοιάζει πάρα πολύ τόσο σε ύφος όσο και σε μελωδία με την αντίστοιχη του CANNIBAL HOLOCAUST, μια μελωδία που δεν ξεχνιέται εύκολα και που είναι τόσο αταίριαστη με τα δρώμενα που δεν μπορεί παρά να ταιριάζει απόλυτα! Το φινάλε είναι σούπερ απαισιόδοξο όσο γενικά ολόκληρη η ταινία, που πέρα από το ανεξάντλητο ρεπερτόριο βασανιστηρίων και sleaze προκαλεί σκέψεις για πολλά θέματα για εκείνη την εποχή, αλλά που όπως και να το δει κανείς, αφήνει τον θεατή «στεγνό» και με εκείνη την πικρή αίσθηση που υπήρχε τόσο στο LAST HOUSE ON THE LEFT όσο και στο CANNIBAL HOLOCAUST. Ότι τελικά το καλό δεν κέρδισε το κακό και ότι δεν υπάρχουν νικητές παρά μόνο ηττημένοι σε αυτή την κατάμαυρη ιστορία κατάντιας του ανθρώπινου γένους και αποθέωσης της ανθρώπινης κακίας και ηλιθιότητας με δικαιολογία τη θρησκεία.
Σίγουρα μια από τις πιο δυνατές εμπειρίες του cult horror σινεμά όλων των εποχών, το MARK OF THE DEVIL είναι μια στερεή ταινία που προβληματίζει, σοκάρει και σίγουρα δεν απευθύνεται σε όλους, αλλά που προσωπικά την βρίσκω εξαιρετικά επιτυχημένη και καλοδουλεμένη και σίγουρα την τοποθετώ μέσα στις κορυφαίες με τη συγκεκριμένη θεματολογία πλάι στο WITCHFINDER GENERAL.
DVD Notes:
Δεν υπάρχει επίσημη κυκλοφορία στη χώρα μας. Το αναγκαίο bootleg της Darkside με τίτλο "Κάψτε τη Μάγισσα" εμφανίζεται σε καταλόγους, αλλά προσωπικά δεν το έχω δει ποτέ στην πραγματικότητα και επομένως δεν μπορώ να πω αν περιέχει έκδοση χωρίς περικοπές ή ποια είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά του.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές εκτός από την Βρετανική που περιέχει περικοπές περίπου 35 δευτερολέπτων. Καλύτερη από όλες τις απόψεις είναι η R1.