Στην Αγγλία του 16ου αιώνα, ένας μοχθηρός τοπικός άρχοντας εξοντώνει σχεδόν όλα τα μέλη μιας σατανικής αίρεσης, η αρχιέρεια της οποίας θέλει να εκδικηθεί αυτόν και την οικογένεια του.
Σχόλια:
American International Pictures. Ένα όνομα εγγύηση για τους fans της σκηνής του τρόμου, με σειρά εκπληκτικών ταινιών τόσο από τον Roger Corman όσο και από άλλους στο χώρο του ατμοσφαιρικού γοτθικού τρόμου. Το συγκεκριμένο έργο συνδέεται ελαφρά με την περίοδο Edgar Alan Poe της εταιρίας και του Vincent Price, αλλά δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος τόσο του ονόματος της AIP όσο και του τεράστιου κινηματογραφικού σούπερ- σταρ της εποχής.
Ο Λόρδος Edward Whitman (Vincent Price) είναι ευγενής δικαστής της πιο σκοτεινής περιόδου της ανθρωπότητας, στην Αγγλία του 16ου αιώνα, όπου το κυνήγι μαγισσών και οι εκτελέσεις αιρετικών αποτελούσαν μια καθημερινή πραγματικότητα και πολλές φορές αντιπροσώπευαν την ψυχαγωγία αποτελματωμένων και διψασμένων για αίμα ανθρώπων. Ο Price δεν ξεφεύγει από τον κανόνα, μιας και ευχαριστιέται ιδιαίτερα την δουλειά του, κάτι που του έχει δώσει διαβόητη φήμη στο χωριό. Οι καθημερινές του δραστηριότητες περιλαμβάνουν βασανιστήρια, βιασμούς, εκτελέσεις και όλες τις υπόλοιπες ασχολίες ενός τίμιου ιεροεξεταστή. Στο πλευρό του τα αιμοδιψή παιδιά του που έχουν αναπτύξει τις ίδιες ορέξεις για την «δουλειά του θεού», αλλά χωρίς την τάση για ηθική σκέψη και κρίση όπως ο πατέρας τους.
Μια μέρα η ομάδα υπό την αρχηγία του Edward εκτελεί συνοπτικά ομάδα αιρετικών κατά τη διάρκεια σατανικής τελετής, κάτι που κάνει την αρχιέρεια να ορκιστεί εκδίκηση. Έτσι επικαλείται τις σκοτεινές δυνάμεις για να της στείλουν τον λεγόμενο εκδικητή που θα πάρει πίσω το αίμα των νεκρών μελών της αίρεσης και θα εκδικηθεί τον άκαρδο Edward και την οικογένεια του.
Πρώτο θύμα της κατάρας, ο πρωτογιός του Edward που βρέθηκε νεκρός με σημάδια επίθεσης από λυσσασμένο σκυλί. Ο Edward αντιλαμβάνεται ότι η ιέρεια που άφησε ζωντανή μάλλον έβαλε το χεράκι της και προσπαθεί να την εντοπίσει με κάθε μέσο, την ώρα που αυτή συνεχίζει την κατάρα της με τελετές βουντού και άλλες μεθόδους που γρήγορα φέρνουν αποτέλεσμα, μιας και επόμενο θύμα είναι η διαταραγμένη γυναίκα του Edward.
Στην ιστορία μπλέκει και ο άρτια αφιχθείς στην πόλη μικρός γιος του Edward μετά από πολλά χρόνια απουσίας αλλά και ένας ντόπιος νεαρός αγνώστων στοιχείων προέλευσης που φοράει ένα παράξενο μενταγιόν χιλιάδων χρόνων και φαίνεται ότι είναι το όργανο που εκτελεί την εκδίκηση της ιέρειας καθώς σε ανύποπτο χρόνο μεταμορφώνεται σε δαιμονικό πλάσμα.
Δεν μπορώ να πω ότι το “CRY OF THE BANSHEE” είναι από τις καλύτερες ταινίες του μεγάλου Vincent Price που έχω δει. Μάλλον το αντίθετο θα ήταν πιο ακριβές, καθώς εκτός από την ερμηνεία του Price λίγα πράγματα έχει να επιδείξει τόσο από πλευράς υπόθεσης όσο και από όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Το σενάριο δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε βιαστικά και χωρίς μεγάλες αξιώσεις, λες και η ομάδα παραγωγής δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να γυρίσει.
Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον άνισο, με αρκετά καλή γοτθική ατμόσφαιρα που δεν προδίδει την ιστορία και την κληρονομιά της AIP, αλλά με πολύ περιορισμένο ενδιαφέρον για τα δρώμενα, ιδίως όταν ο Price δεν βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Ένας λόγος γι αυτό είναι η ουσιαστική έλλειψη κάποιου πρωταγωνιστή με τον οποίο να μπορεί να ταυτιστεί το κοινό. Σίγουρα η επιβλητική φιγούρα του μέγα Vincent Price συνήθως αρκεί για κάτι τέτοιο, αλλά αυτή τη φορά το σενάριο δεν δίνει τη χροιά που πρέπει στον χαρακτήρα του. Οι συγκρίσεις με τον αδίστακτο Mathew Hopkin του “WITCHFINDER GENERAL” είναι αναπόφευκτες, αλλά στο “CRY OF THE BANSHEE” ο Edward Whitman δεν τον πλησιάζει ούτε στο ελάχιστο μιας και κατά διαστήματα είναι αιμοδιψής και γενικά δυσάρεστος, αλλά ξαφνικά δείχνει οίκτο και αλλάζει κάπως τροπάρι μπερδεύοντας το κοινό και ακόμα και τον ίδιο τον Price. Όσο για τους υπόλοιπους, είναι ξεκάθαρα διακοσμητικοί χαρακτήρες και απλώς υπάρχουν για να συμπληρώνουν τις (αρκετές) τρύπες του σεναρίου.
Πάντως υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για την ταινία, όπως για παράδειγμα οι πανέμορφες θηλυκές παρουσίες, ότι η καταπληκτικοί τίτλοι έναρξης σκηνοθετήθηκαν από τον Terry Gilliam και ότι πρόκειται για την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Stephen Rea, αλλά πέρα από αυτά το “CRY OF THE BANSHEE” είναι γενικά μια από τις δευτεροκλασάτες προσπάθειες της AIP από όποια πλευρά και να τη δει κανείς. Το ενδιαφέρον της εισαγωγής δεν διαρκεί πολύ καθώς από το μέσον και μετά το όλο θέαμα γίνεται αργό και χωρίς κατεύθυνση, με μόνο κάποιες σποραδικές σκηνές βασανιστηρίων και στρατηγικά τοποθετημένο γυμνό να καταφέρνουν να σπάνε τη μονοτονία, πέρα φυσικά από την ερμηνεία του Price που όσο είναι στο πλάνο κλέβει την παράσταση.
Το φινάλε έχει συσσωρευμένη την περισσότερη δράση της ταινίας, αλλά μέχρι να φτάσουμε εκεί το όλο εγχείρημα δίνει την εντύπωση τυχαιότητας και εγκατάλειψης, με πολλές σεναριακές αυθαιρεσίες και συναφή ατοπήματα. Παρόλα αυτά, ακόμα και το φινάλε μοιάζει απότομο και συμπληρώνει μια από τις ταινίες που σίγουρα δεν αποτελούν το Α και το Ω στη φιλμογραφία του Vincent Price, αλλά που σε κάθε περίπτωση έχει το ενδιαφέρον της για τους fans της AIP και του γοτθικού σινεμά της, όσο περιορισμένο και να είναι αυτό.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν εκδόσεις στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R1 Αμερική (MGM) – Midnite Movies (μαζί με το MURDERS IN THE RUE MORGUE)