Μια οικογένεια απατεώνων κληρονομεί ένα ορυχείο από έναν συγγενή, αλλά λόγω του αμαρτωλού παρελθόντος του υποθέτουν ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας του ορυχείου δεν έχουν αξία. Έτσι ο μικρός γιος μαζί με έναν απατεώνα συνοδοιπόρο που γνώρισε στο δρόμο ξεκινάει αναζήτηση πιθανού αγοραστή για το ορυχείο.
Σχόλια:
Ο Enzo G. Castellari κατά τη διάρκεια της παραγωγικότατης καριέρας του τη δεκαετία του 70 έχει κάνει πολλά πράγματα τα οποία τον έχουν ανεβάσει ψηλά στο βάθρο των Ιταλών σκηνοθετών εμπορικών ταινιών της εποχής. Πρώτα απ’ όλα ταύτισε το όνομά του με τις ταινίες δράσης και υιοθέτησε ένα εντελώς προσωπικό στυλ κινηματογράφησης, με συχνή χρήση πλάνων αργής κίνησης ιδίως στις θεαματικές σκηνές δράσης. Ένα στυλ που σήμερα ταυτίζεται με τον John Woo, αλλά ο Castellari ήταν από τους πρώτους που το χρησιμοποίησαν σε τέτοιο βαθμό και με μεγάλη επιτυχία.
Δεύτερο, καθιέρωσε σαν μόνιμο πρωταγωνιστή του και ίνδαλμα στις ταινίες δράσης και γουέστερν του τον διεθνή Ιταλό star Franco Nero, μια συνεργασία που έφερε πολλές και καλές ταινίες και στα δύο πολυφορεμένα είδη του εμπορικού Ιταλικού σινεμά.
Από τις περισσότερες ταινίες του Enzo G. Castellari που έχω δει, δύσκολα μπορώ να πω ότι συνάντησα κάποια που ήταν κακή ή αδιάφορη, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Οι περισσότερες δουλειές του Ιταλού μαέστρο έχουν την απαραίτητη γοητεία που χρειάζεται ένας fan του εμπορικού σινεμά χαμηλού προϋπολογισμού για να ικανοποιηθεί.
Δυστυχώς το TEDEUM ανήκει στο σπάνιο είδος των ταινιών του Castellari που προτιμώ να ξεχάσω, παρόλο που οι οιωνοί λένε το αντίθετο.
Συνήθως το όνομα του Jack Palance φτάνει για να δείξει περί τίνος πρόκειται, αλλά στο TEDEUM είναι μάλλον το μόνο στοιχείο που κάπως λειτουργεί σε αυτό τον απρόσεκτο αχταρμά περιπέτειας και slapstick σπαγγέτι γουέστερν που χάνει το δρόμο από πολύ νωρίς και ποτέ δεν στέκεται ικανοποιητικά στα πόδια του.
Ο Tedeum (Giancarlo Prete) είναι ο καλός γιος μιας οικογένειας άξεστων απατεώνων. Μια μέρα η οικογένεια κληρονομεί ένα ορυχείο από έναν μακαρίτη θείο τους, αλλά ο Tedeum και οι υπόλοιποι είναι σίγουροι ότι πρόκειται για απάτη μιας και ο εν λόγω θείος είχε την οικογενειακή κλίσση προς την απάτη. Έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι προς αναζήτηση κορόιδου που θα αγοράσει τους φαινομενικά άχρηστους τίτλους ιδιοκτησίας του συγκεκριμένου ορυχείου.
Στην πορεία θα σμίξει με έναν σκληρό απατεώνα μεταμφιεσμένο σε μοναχό (Jack Palance) και θα γίνουν ομάδα με κοινό στόχο να πουλήσουν τους τίτλους ιδιοκτησίας του ορυχείου. Έτσι οι δύο τους μαζί με δύο όμορφες κοπέλες που συνάντησαν στο τραίνο και που έχουν την ίδια κλίση προς το έγκλημα μπλέκουν σε διάφορες κωμικές περιπέτειες μέχρι που θα καταλήξουν αντιμέτωποι με έναν παλιό γνώριμο του Tedeum που θέλει τους τίτλους ιδιοκτησίας του ορυχείου πάση θυσία.
Είναι φανερό ότι ο Castellari θέλησε να κάνει ένα ανάλαφρο γουέστερν με έμφαση στο κωμικό στοιχείο στα πρότυπα του πιο επιτυχημένου Ιταλικού κωμικού ντουέτου Bud Spencer- Terence Hill. Όμως δυστυχώς τα πράγματα δεν πετυχαίνουν όπως ίσως τα ήθελε ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης. Μάλλον ακριβώς το αντίθετο!
Πρώτα απ’ όλα οι Palance και Prete δεν είναι Bud Specer και Terence Hill, όσες κωμικές γκριμάτσες και ατάκες και αν επιχειρήσουν, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα από τα πρώτα λεπτά της ταινίας. Ξεκάθαρο είναι επίσης ότι ο Castellari και η ομάδα του σεναρίου προσπάθησαν ηθελημένα να κάνουν τους πρωταγωνιστές τους να μοιάζουν συγκεκριμένα με τον «Μπουλντόζα» και τον «Τρινιτά», δίνοντας στον Palance το ρόλο του Bud Spencer και στον Prete το ρόλο του Terence Hill. Ακόμα και αν κοιτάξει κανείς απλά εμφανισιακά τους δύο πρωταγωνιστές καταλαβαίνει ότι μια τέτοια συνεργασία είναι μάλλον χωρίς τύχη.
Από εκεί και πέρα έχουμε ασταμάτητο κρύο και χονδροειδές χιούμορ, που ξεκινάει από τα πρώτα οικογενειακά πλάνα στο σπίτι του Tedeum, με τον παππού του (Lionel Stander) και τον πατέρα του (Renzo Palmer) να πλακώνονται σε κάθε ευκαιρία για το χαβαλέ, την ώρα που η μάνα του προσπαθεί να μαγειρέψει με πολύ μικρό βαθμό επιτυχίας. Το χιούμορ είναι αρκετά χαμηλού επιπέδου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και συνεχίζεται χωρίς σταματημό, κάτι που το κάνει γρήγορα κουραστικό.
Φυσιολογικά, τα γνωστά κλισέ του είδους είναι όλα παρόντα, και το μόνο που κάπως σώζει την κατάσταση είναι η παρουσία του Jack Palance, που ακόμα και με τη γελοία αμφίεση του καλόγερου καταφέρνει να κλέψει την παράσταση μιας και η φυσική παρουσία του είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα, συγκριτικά με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Ο ρόλος του, φυσικά, είναι εντελώς καρτουνίστικος, όπως και όλων των υπολοίπων, αλλά ο ίδιος φαίνεται να το διασκεδάζει αφάνταστα.
Κάτι, πάντως, που σίγουρα δεν μπορώ να πω για τους θεατές του Tedeum, που από ένα σημείο και μετά γίνεται επαναλαμβανόμενο και αρκετά κουραστικό, μιας και το ασταμάτητο «χαζό» slapstick χιούμορ είναι το πρώτο ζητούμενο, ενώ η δράση και το πιστολίδι έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Για σενάριο δεν έχουμε να πούμε κάτι, μιας και είναι προβλέψιμα προβλέψιμο, όπως και στην συντριπτική πλειοψηφία των γουέστερν, σπαγγέτι ή μη.
Σε κάποια σημεία πάντως, το γέλιο έρχεται αβίαστο, όμως περισσότερο με την αφέλεια του όλου εγχειρήματος παρά με κάποια συντονισμένη προσπάθεια των συντελεστών για να δώσουν χιουμοριστικό τόνο, ενώ προς το φινάλε διορθώνουν κάπως τα πράγματα. Το θέμα είναι ότι είναι δύσκολο κανείς να αντέξει μέχρι τότε!
Μόνο για τους φανατικούς του Enzo G. Castellari και του Jack Palance, που όμως να ξέρουν ότι και οι δύο έχουν στο βιογραφικό τους πολύ ανώτερα γουέστερν από το συγκεκριμένο, που μόνο σαν κακοστημένη φάρσα μπορώ να εκλάβω.