Στον πλανήτη Sirius 6B μια ομάδα επιζώντων του δεκάχρονου πολέμου που ισοπέδωσε το σύμπαν αναζητούν να διαπραγματευτούν με τους ιθύνοντες μια πρόταση για ειρήνη. Για να το κάνουν, όμως, αυτό πρέπει πρώτα να διασχίσουν την επικίνδυνη έρημο του πλανήτη στην οποία κατοικούν οι φονικές μηχανές Screamers που αν και φτιάχτηκαν από ανθρώπινο χέρι, πλέον εξελίσσονται μόνες τους και έχουν σαν στόχο να εξαλείψουν ολοκληρωτικά το ανθρώπινο είδος.
Σχόλια:
Βρισκόμαστε στο άμεσο μέλλον όπου ο εμφύλιος μεταξύ αντιμαχόμενων πλευρών έχει ήδη αφήσει το γνωστό σύμπαν σε κατάσταση διάλυσης. Ο λόγος είναι μια ακόμα εφεύρεση όπλου μαζικής καταστροφής στην τιμημένη παράδοση της ανθρωπότητας, που όμως έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο των ανθρώπων και πλέον έχει λάβει εξέχουσα θέση στο Γαλαξία, αλλά και στην τροφική αλυσίδα.
Πρόκειται για τα Screamers, μια ομάδα μηχανών οπλισμένων με τρομερή ταχύτητα και κοφτερές λεπίδες που, εν ολίγοις, επιτίθενται σε ότι οργανικό κινείται στο δρόμο τους και δεν έχει προβλέψει να εξοπλιστεί με τις συσκευές που ξεγελούν τα διαβολικά ρομποτάκια. Ο λόγος κατασκευής τους είναι για να καταφέρουν να δώσουν ένα πλεονέκτημα στην ομάδα των επαναστατών που μάχονται την διεφθαρμένη και σατανική κυβέρνηση. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, με τα Screamers να πετυχαίνουν απολύτως τον στόχο τους και να δίνουν εκείνο το πολυπόθητο επιχειρησιακό πλεονέκτημα, αλλά μετά ο έλεγχος χάθηκε με αποτέλεσμα τα Screamers να κατακλύσουν το σύμπαν αφανίζοντας όποιον βρεθεί στο δρόμο τους.
Μια μέρα, τα εναπομείναντα μέλη μιας απομονωμένης βάσης ανασκαφών στον πλανήτη Sirius 6B λαμβάνουν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που τους αναγγέλλει ότι ο πόλεμος όπου να ‘ναι τελειώνει και ότι πρέπει να μεταβούν σε έναν πλανήτη όπου και να διαπραγματευτούν. Όμως δεν αργούν να μάθουν ότι η κυβέρνηση τους έχει προδώσει και αφήσει στην ευχή του Θεού, ενώ πλέον γίνεται ξεκάθαρο ότι τα φονικά Screamers έχουν αρχίσει να βελτιώνονται και να πολλαπλασιάζονται από μόνα τους και χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση.
Έτσι, ο κυβερνήτης Hendricksson (Peter Weller) αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να διασχίσει την αχανή και γεμάτη φονικά Screamers έρημο για να διαπραγματευτεί μόνος τις ειρηνευτικές συνομιλίες με την αντιμαχόμενη πλευρά. Όμως με τρόμο αυτός και η συνοδεία του θα ανακαλύψουν ότι τα Screamers όχι μόνο έχουν πολλαπλασιαστεί και βελτιωθεί, αλλά υπάρχουν και τουλάχιστον άλλες δύο άγνωστες ποικιλίες τους που μπορεί να επιτύχουν τον τρομερό στόχο της ολοκληρωτικής εξαφάνισης του ανθρώπινου στοιχείου.
Ακόμα και σε μια περίοδο όπου το σινεμά επιστημονικής φαντασίας χαμηλού προϋπολογισμού δεν ήταν στα καλύτερα του, αποδεικνύεται ότι δύσκολα κανείς μπορεί να διασκευάσει την προφητική λογοτεχνία του Philip K. Dick χωρίς την σχετική επιτυχία. Έτσι γίνεται και στο SCREAMERS, μια αρκετά αδικημένη ταινία του είδους που χειρίζεται την καταπληκτική ιστορία του Dick “The Second Variety” και δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό και ανελέητο σύμπαν όπου η ανθρωπότητα έχει χάσει τον πόλεμο με τις μηχανές και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα παίζοντας ένα χαμένο παιχνίδι.
Η απόγνωση και η χρόνια κούραση φαίνεται ξεκάθαρα στα μάτια των μελών της ομάδας ανασκαφών και ιδίως στου πρωταγωνιστή Peter Weller που μη μπορώντας να βρει τη λογική στη στρατηγική των προηγούμενων χρόνων, έχει φτάσει στα όρια αντοχής και υπομονής, ενώ οι ελάχιστες ελπίδες για το μέλλον έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Ο σκηνοθέτης Christian Duguay καταφέρνει μέχρι ενός σημείου να μεταδώσει αυτή την απόγνωση και το κλίμα παρακμής και σήψης που επικρατεί στις τάξεις των επιζώντων και την ίδια στιγμή να φτιάξει πέρα για πέρα τρομακτικούς και επικίνδυνους εχθρούς που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσει κανείς, στο πρόσωπο των ανελέητων Screamers.
Τα προβλήματα του χαμηλού προϋπολογισμού (όλη η ταινία στοίχισε περίπου 20 εκ. δολάρια) αναγκαστικά κάνουν την εμφάνιση τους συχνά- πυκνά, μη επιτρέποντας στον σκηνοθέτη να χρησιμοποιήσει τα πολύ καλά ομολογουμένως ειδικά εφέ που έχει στη διάθεση του στο βαθμό που ίσως ήθελε. Αυτό δίνει πάσα στο μπλα- μπλα, όπου έχουμε αρκετές συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου που κλέβουν κάπως τη δόξα από την αγωνιώδη δράση στα ερημικά τοπία του πλανήτη, αλλά αυτό είναι απλή λεπτομέρεια που δεν καταφέρνει να μειώσει την αξία του “SCREAMERS” για τους φίλους της καλής επιστημονικής φαντασίας.
Η πλοκή και η δράση εξελίσσεται με χαμηλούς τόνους αλλά πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον και ατμοσφαιρικό τρόπο ενώ η συνεχιζόμενη απειλή των Screamers είναι πανταχού παρούσα κατά τη διάρκεια της προβολής. Τα πράγματα, μάλιστα, απογειώνονται ως ένα βαθμό μετά την ανακάλυψη του νέου άγνωστου τύπου φονικών μηχανών, που εισάγει με απόλυτη επιτυχία την αβεβαιότητα και το σασπένς που έλειπε στο πρώτο μέρος της ταινίας.
Έτσι, το κύριο μέρος που αποτελεί η αναζήτηση του Peter Weller και της συντροφιάς του μέσα από τις αχανείς έρημους γίνεται ένα μεγάλοι highlight για τους fans του είδους, με αγωνία, ατμόσφαιρα και αποκαλύψεις που τονώνουν ακόμα περισσότερο το ήδη μεγάλο ενδιαφέρον. Από εκεί και πέρα έχουμε κάποιες στιγμές που άνετα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως σκηνές ανθολογίας, όπως για παράδειγμα την εμφάνιση της Τρίτης Ποικιλίας των Screamers, ενώ ο Duguay φιλότιμα καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ του επιστημονικού και κοινωνικού προβληματισμού και της αιματηρής δράσης.
Αποτέλεσμα είναι 100 από κάθε άποψη γεμάτα λεπτά επιστημονικής φαντασίας που ξεχωρίζουν παρ’ όλες τις σεναριακές κακοτοπιές και την αβάσταχτη «Αμερικανιά» των χαρακτήρων και που σίγουρα ξεχωρίζει σε εκείνη την χρονική περίοδο που κυκλοφόρησε η ταινία. Και- κακά τα ψέματα- μιλάμε για μια ταινία που επί της ουσίας τα έχει όλα. Έχει στερεή υπόθεση που εξελίσσεται με μεγάλο ενδιαφέρον, γενικά καλές ερμηνείες χωρίς μεγάλες εκρήξεις, άψογα ειδικά εφέ που χρησιμοποιούνται με φειδώ, δράση και τρομερή ατμόσφαιρα, ενώ δεν λείπει και το δραματικό και κοινωνικό στοιχείο προβληματισμού. Πώς λοιπόν να πέσει έξω κανείς με αυτό το υλικό;