Σχόλια: Αν κανείς χρειάζεται προαπαιτούμενες συνθήκες για να βρει τη διάθεση να παρακολουθήσει μια ταινία, τότε το MADHOUSE του 1974 μάλλον τις έχει όλες μαζεμένες. Vincent Price και Peter Cushing μαζί στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, μια συμπαραγωγή δυο θρυλικών εταιριών του χώρου, της American International Pictures και της Amicus και τα τεράστια ονόματα των Max Rosenberg, Milton Subotski και Samuel Z. Arkoff στην παραγωγή. Με τέτοιες συνθήκες πώς θα μπορούσε η συγκεκριμένη ταινία να μην βγει καλή;
Η απάντηση είναι ότι ξεκάθαρα δεν θα μπορούσε, μιας και ακόμα και οι αρκετές κακοτοπιές που τελικά υπάρχουν σε σενάριο και εκτέλεση σκιάζονται μπροστά στα Ιερά Τέρατα του σινεμά τρόμου που κλέβουν την παράσταση και κάνουν ακόμα μια παράξενη και ίσως υπερβολικά φιλόδοξη ταινία να μοιάζει άκρως επιτυχημένη σε όλα τα μέτωπα. Πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αν δεν υπήρχαν οι Price και Cushing στους πρωταγωνιστικούς ρόλους μάλλον θα μιλούσαμε τώρα για μια τρομερή ευκαιρία που απέτυχε λόγω των επιμέρους προβλημάτων της.
Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς το MADHOUSE σαν έναν πρώιμο φόρο τιμής στην προγενέστερη καριέρα του Vincent Price και στις ταινίες της American International Pictures, κομπλέ με στοιχεία αυτοπαρωδίας και μαύρου χιούμορ, ενώ δεν λείπουν και τα σινεφίλ αστειάκια για τους περισσότερους από τους πρωταγωνιστές. Πρόκειται για την ιστορία του σούπερ σταρ του σινεμά τρόμου, Paul Toombes (Vincent Price), ο οποίος κατέκτησε το Χόλυγουντ με την επαναλαμβανόμενη ερμηνεία του ως Dr. Death. Μαζί του ο συνεργάτης του Herbert Flay (Peter Cushing), σεναριογράφος των περιπετειών του Dr. Death και φίλος του Toombes.
Η κατάσταση θα φτάσει στα άκρα όταν κατά τη διάρκεια ενός χολιγουντιανού πάρτι προς τιμήν του Dr. Death, η μέλλουσα γυναίκα του βρίσκεται αποκεφαλισμένη στο δωμάτιο της και όλες οι υποψίες πέφτουν στον Toombes, ο οποίος είχε θεαθεί να διαφωνεί έντονα μαζί της λίγο πριν το μοιραίο. Ο ίδιος δεν θυμόταν να έκανε κάτι το επιλήψιμο, αλλά όλοι θεώρησαν ότι ο Dr. Death κυρίευσε προς στιγμήν την προσωπικότητα του Toombes και διέπραξε το φόνο υποσυνείδητα σαν εναλλακτική προσωπικότητα του ηθοποιού ο οποίος τον ενσαρκώνει. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον δωδεκάχρονο εγκλεισμό του Toombes σε άσυλο φρενοβλαβών και την άμεση δύση της καριέρας του ως ηθοποιός.
Μετά από χρόνια, ο Toombes ελευθερώνεται από το άσυλο και πηγαίνει στο Λονδίνο όπου και τον κάλεσε ο φίλος του Herbert με στόχο την αναβίωση του Dr. Death μέσω τηλεοπτικής σειράς τρόμου. Στην αρχή ο Toombes είναι αντίθετος με την ιδέα μιας και φοβάται πώς ο οργανισμός του θα εκλάβει την επιστροφή του Dr. Death, αλλά ο φίλος του τον πείθει γρήγορα. Έλα όμως που με το καλημέρα αρχίζουν ξανά οι μυστηριώδεις δολοφονίες των ανθρώπων γύρω από το τηλεοπτικό συνεργείο, κάτι που μπερδεύει ακόμα περισσότερο τον Toombes για το αν πράγματι είναι ο ίδιος που προκαλεί τους φόνους υπό την επήρεια του Dr. Death.
Όπως προανέφερα, το κύριο πλεονέκτημα στο MADHOUSE είναι κατ’ αρχάς άλλη μια ερμηνεία- σήμα κατατεθέν του μεγάλου Vincent Price, ο οποίος βρίσκεται σε πρώτο πλάνο την συντριπτική πλειοψηφία του χρόνου προβολής, και πραγματικά ώρες- ώρες «κεντάει». Άξιοι υποστηρικτές του ο Peter Cushing ο οποίος έχει συγκριτικά με τον Price αρκετά μειωμένο χρόνο προβολής και ο Robert Quarry με μεγάλη θητεία σε ταινίες της AIP και της Amicus.
Τα προβλήματα έχουν να κάνουν περισσότερο με το σενάριο, το οποίο όσο και να προσπαθεί να μπερδέψει τα πράγματα και να γίνει πρωτότυπο, είναι στην πραγματικότητα άκρως προβλέψιμο και τετριμμένο και αυτό δυστυχώς φαίνεται από τα πρώτα λεπτά της προβολής. Δεν υπάρχει μυστήριο για το ποιος είναι ο δολοφόνος για τους έμπειρους θεατές, καθώς τα πράγματα μιλάν από μόνα τους από πολύ νωρίς. Έτσι, η απόλαυση της προβολής στηρίζεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης Jim Clark διεκπεραιώνει την προβλέψιμη ιστορία, παρά στη λύση του μυστηρίου.
Το μενού πάντως, εκτός από τις μαγικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, περιλαμβάνει αρκετούς φόνους καθώς και πολλά πλάνα από παρελθοντικές δουλειές του Vincent Price με την AIP. Συμπεριλαμβάνονται συγκεκριμένα πλάνα από τα TALES OF TERROR, THE HAUNTED PALACE, THE RAVEN, HOUSE OF USHER και THE PIT AND THE PENDULUM τα οποία από ένα σημείο και μετά γίνονται η κύρια ατραξιόν στην ταινία, μιας και το σενάριο είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του από τη μέση και μετά.
Έχοντας πει αυτό, νομίζω ότι αξίζει να αναφέρουμε ότι οι fans της σκηνής θα διασκεδάσουν αρκετά με τις διάφορες κινηματογραφικές αναφορές και αστεία, όπως για παράδειγμα την μεταμφίεση του Peter Cushing σε Δράκουλα κατά τη διάρκεια ενός αποκριάτικου πάρτι, μια κίνηση που δένει άψογα με την περαιτέρω εξέλιξη της ιστορίας και δίνει και τον απαραίτητο χιουμοριστικό τόνο, αφού είναι γνωστό ότι ο Cushing ποτέ δεν έπαιξε τον Άρχοντα του Σκότους παρά μόνο τον κυνηγό του, Van Helsing.
Προσωπικά δεν πρόκειται να «θάψω» την ταινία, αφενός γιατί την καταφχαριστήθηκα μετά από τουλάχιστον 10 χρόνια από την τελευταία φορά που την είχα δει, ενώ την βρήκα και αρκετά διασκεδαστική μέσα στις αρκετές της ατέλειες. Επιπλέον, μιλάμε για άλλη μια ιστορική στιγμή του κλασικού τρόμου και μυστηρίου που πλέον αντιμετωπίζεται με ιστορικό ενδιαφέρον και ως τέτοια σίγουρα βρίσκεται ψηλά στη φιλμογραφία του βασιλιά του τρόμου και των ιστορικών εταιριών AIP και Amicus, ενώ σίγουρα βρίσκεται υπεράνω σχολιασμών και κριτικών, πόσο μάλλον από κάποιον που μεγάλωσε με τέτοιες ταινίες! |