Σχόλια: Με το SHINJUKU TRIAD SOCIETY, την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά, ο Takashi Miike έδειξε ότι διαθέτει πλούσιο ταλέντο και όραμα σαν δημιουργός. Με το RAINY DOG, το δεύτερο μέρος της «χαλαρής» από πλευράς σύνδεσης των τριών ταινιών Black Society Trilogy, και ενώ είχαν προηγηθεί δύο ακόμα κινηματογραφικές ταινίες, ο Miike αποδεικνύει ότι οι προηγούμενές του δουλειές όχι μόνο δεν ήταν πυροτεχνήματα, αλλά ο παραγωγικότατος Ιάπωνας δημιουργός είχε πολλούς ακόμα άσους κρυμμένους στο μανίκι του.
Πρόκειται για μια πανέμορφη ποιητική ταινία, γεμάτη λυρισμό και μελαγχολική ατμόσφαιρα, που με φόντο την αδυσώπητη yakuza και τα βροχερά τοπία της Tαϊπέι περιγράφει την αναζήτηση ενός ανθρώπου για την χαμένη ταυτότητά του.
Ο Yuuji είναι ένας χωρίς φραγμούς πληρωμένος Ιάπωνας δολοφόνος που δουλεύει για τη Μαφία της Ταϊπέι. Μια μέρα, μια γυναίκα με την οποία είχε περιστασιακές σχέσεις στο παρελθόν του παραδίδει ένα βουβό οκτάχρονο αγόρι με τη δικαιολογία ότι είναι ο γιος τους, και εξαφανίζεται όσο ξαφνικά εμφανίστηκε.
Ο Yuuji, ενώ στην αρχή δεν σκέφτεται καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σιγά- σιγά αρχίζει να ζει με τον μικρό, ενώ ασχολείται παράλληλα με το επάγγελμά του. Μια δουλειά όμως τον μπλέκει σε μια ιστορία όπου ο αδελφός του δολοφονημένου θέλει να εκδικηθεί, και αρχίζει να κυνηγάει τον Yuuji παντού. Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού, ο Yuuji θα πάρει μερικά πολύτιμα μαθήματα για τη ζωή, τόσο από το μικρό αγόρι, όσο και από μια πόρνη που γνωρίζει και δημιουργεί ένα είδος δεσμού μαζί της.
Το RAINY DOG είναι μια αρκετά ασυνήθιστη ταινία για τα δεδομένα του Takashi Miike, ο οποίος αυτή τη φορά ταξιδεύει σε χώρο αμιγώς Takeshi Kitano. Πρώτα απ’ όλα απουσιάζει η καταιγιστική βία που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στις προηγούμενες ταινίες του. Όχι τελείως, βέβαια, αλλά είναι αρκετά μειωμένη και δευτερεύουσα στην πλοκή. Μια δύο σκηνές σκληρότητας, όπως όταν ο Yuuji εκτελεί εν ψυχρώ τον πρώτο του στόχο μέσα σε γεμάτο εστιατόριο μπροστά στο βλέμμα του παιδιού του, κι ενώ απ’ έξω ο μικρός προστατευόμενός του παρακολουθεί σοκαρισμένος, θα καθησυχάσουν τους οπαδούς του ακραίου Miike, αλλά ακόμα κι αυτές περισσότερο έχουν σαν στόχο να αναδείξουν τον χαρακτήρα του Yuuji, έτσι ώστε να γίνουν ακόμα περισσότερο πιστευτές οι επερχόμενες αλλαγές στη φιλοσοφία του και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα πράγματα.
Επίσης απούσες είναι και οι σεξουαλικές αναφορές, ιδίως ομοφυλοφιλικές που ήταν πάντα παρούσες στο σινεμά του Takashi Miike. Η art house αισθητική, παρούσα και στις προηγούμενες ταινίες του, κυριαρχεί και παντρεύει άψογα το καταθλιπτικό σκηνικό της συνεχώς βροχερής Ταϊπέι, όσο και της συνεχώς συννεφιασμένης διάθεσης των πρωταγωνιστών. Με μαεστρία, ο Miike μας δείχνει τις σταδιακές αλλαγές στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του Yuuji, που τελικά το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει πίσω στη πατρίδα του, αλλά οι συγκυρίες δεν τον αφήνουν να απελευθερωθεί από τα δεσμά της yakuza.
Η βροχή παίζει καταλυτικό ρόλο στο RAINY DOG, αφού είναι το κοινό σημείο των πρωταγωνιστών, τόσο του Yuuji που δεν δουλεύει όσο βρέχει, όσο και του μικρού προστατευόμενού του που αναγκάζεται να μείνει πολλές φορές στο δρόμο μέσα στη βροχή περιμένοντας τον Yuuji, όσο και την μετανιωμένης πόρνης που σμίγει μαζί τους σε μια προσπάθεια απόδρασης τόσο από τη συνεχή βροχή της Ταϊπέι, όσο και από τη μίζερη ζωή της. Αυτός είναι και ο σκοπός όλων των πρωταγωνιστών. Να αποδράσουν από τη δύσμοιρη πραγματικότητά τους, ελεύθεροι προς τον τόπο των ονείρων τους.
Το φινάλε είναι πραγματικά εκπληκτικό, ειρωνικό, δυσάρεστο όσο και ελπιδοφόρο, και σίγουρα είναι ο κατάλληλος επίλογος σε αυτήν την μαγική ταινία, που δείχνει ακόμα μια φορά ότι ο Takashi Miike εκτός από σημαντικό παρόν έχει και λαμπρό μέλλον στο χώρο του εναλλακτικού σινεμά, αρκεί να μην μπλέξει με το Hollywood.
Πανέμορφο, συγκινητικό, ανθρώπινο και ταυτόχρονα απάνθρωπο, το RAINY DOG είναι μια ταινία που δεν πρέπει να χάσουν οι φίλοι του ψαγμένου Ιαπωνικού σινεμά, και δη του Takashi Miike, αλλά προσοχή γιατί δεν έχει καμία σχέση με τα υπέρ- βίαια και ακραία έργα του Ιάπωνα δημιουργού, πράγμα που ίσως απογοητεύσει τους απανταχού κυνηγούς gore. |