Μια ομάδα πεζοναυτών στέλνονται σε ένα απομονωμένο νησί αλλά εκεί τους περιμένουν εξωγήινα πλάσματα.
Σχόλια:
Ο Harry Bromley Davenport ξαναχτυπάει με την αναπόφευκτη τρίτη συνέχεια του ανέλπιστου franchise που εγκαινίασε το XTRO το 1983. Η ταινία κάνει αυτούς που έκραξαν ανελέητα το δεύτερο μέρος επειδή πρόδωσε την κληρονομιά του ονόματος του να δουν με διαφορετικό μάτι το προ πενταετίας XTRO 2. Μπορεί να μην φτούραγε μπροστά στο XTRO, αλλά τουλάχιστον είχε το χρώμα του και διεκπεραίωνε ένα χιλιοϊδωμένο θέμα με ευχάριστο για τους fans της φτηνής Ε/Φ τρόπο.
Το XTRO 3 είναι αυτό που λέμε «πιάνει πάτο» με χαρακτηριστική ευκολία που προκαλεί ερωτηματικά για τον ρυθμό προόδου του σκηνοθέτη που είχε αναλάβει και το 2ο μέρος. Αυτή τη φορά ταινία στην οποία γίνεται ο φόρος τιμής είναι το THE PREDATOR η πλοκή και η λογική του οποίου τηρείται με πιστότητα στο XTRO 3. Η βασική διαφορά είναι ότι ενώ στην ταινία του Arnie είχαμε σφιχτοδεμένη δράση και έξυπνο σενάριο, στη συγκεκριμένη ταινία έχουμε μια απέλπιδα προσπάθεια των Daryl Haney και Harry Bromley Davenport να συνδυάσουν μυστήριο, δράση, επιστημονική φαντασία και τρόμο.
Τα αποτελέσματα είναι ολέθρια, με ένα σενάριο που φτάνει στα όρια του ακατανόητου και ατελείωτα πλάνα τρεχαλητών στη ζούγκλα που παίρνουν τη θέση των αντίστοιχων στην υπόγεια βάση στο XTRO 2, μόνο αυτή τη φορά σε ακόμα μεγαλύτερο και πιο ανιαρό βαθμό. Η υπόθεση ξεκινάει με έναν από τους εκλεκτούς που επελέγησαν για να εξερευνήσουν ένα απομακρυσμένο νησί διηγείται την πονεμένη ιστορία του σε μια δημοσιογράφο.
Πρόκειται για μια ομάδα αταίριαστων και προβληματικών πεζοναυτών που στρατολογούνται από τον Andrew Divoff, γνώριμο στις φίλες και φίλους των ταινιών τρόμου από τον ρόλο του ως διαβολικό τζιν στο χαβαλετζίδικο franchise WISHMASTER, οι οποίοι στέλνονται στο εν λόγω νησί για να αφοπλίσουν βόμβες που βρίσκονται εκεί. Όχι και πολύ γρήγορα, ανακαλύπτουν ότι το μέρος βρίθει από εξωγήινη δραστηριότητα την οποία ο σεβαστός διοικητής τους θέλει να αποκρύψει πάση θυσία.
Αυτή τη φορά οι εξωγήινοι είναι εμφανισιακά αυτό που θα περιέγραφαν οι Mulder και Scully ως «μικρά πράσινα ανθρωπάκια»- γκρίζα για την ακρίβεια- και δεν χάνουν ευκαιρία να την πέσουν στους αντικοινωνικούς πεζοναύτες, κάνοντας ορισμένους από αυτούς κουκούλια, για να μην ξεχνάμε και από πού προέρχονται οι αρχικές μας επιρροές! Και σαν να μην έφταναν αυτά, υπάρχει και μυστική συνομωσία που εμπλέκει διάφορους επιφανείς διεφθαρμένους πολιτικούς και μέλη της κυβέρνησης που προτιμάει να αφήσει τους πεζοναύτες να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Από εκεί και πέρα το θέαμα γίνεται στην καλύτερη περίπτωση κουραστικό και επαναλαμβανόμενο, με αφελέστατες σκηνές δράσης, διαλόγους επιπέδου διαγωνισμού για το ποιος θα χωρέσει την λέξη «fuck» περισσότερες φορές σε κάθε πρόταση, άνοστες κατά κανόνα ερμηνείες, ιδίως από τον πρωταγωνιστή Robert Culp και το μόνο που μένει στο τέλος είναι η γνώριμη αφιονισμένη ερμηνεία του Andrew Divoff και μία, άντε δύο σκηνές gore.
Οπότε συνοψίζεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο μια σειρά που ξεκίνησε με όραμα και μεγάλη διάθεση το 1983 στην Αγγλία, πέρασε ευχάριστα αλλά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο από τον Καναδά το 1990 και άφησε την τελευταία της πνοή στις ΗΠΑ των κλισέ και των ανούσιων τυποποιημένων παραγωγών των 50000 δολαρίων. Αμήν!