Ένας εισβολέας πολιορκεί τους υπαλλήλους ενός σούπερ μάρκετ μετά το κλείσιμο σκοτώνοντάς τους έναν- έναν με αιματηρούς και εφευρετικούς τρόπους.
Σχόλια:
Τα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή περίοδος για τη σκηνή του low budget horror με την τάση να είναι προς τα διάφορα νεανικά slasher τα οποία κυκλοφορούσαν το ένα μετά το άλλο από τα μέσα της δεκαετίας και μετά. Το INTRUDER γενικά ανήκει σε αυτή τη συνομοταξία ταινιών, αλλά είναι μια από εκείνες τις φορές που υπάρχει έμπνευση και καταφέρνει να το κάνει να ξεχωρίζει από τον σωρό.
Σ’ αυτό ίσως να βοηθούν και τα πολλά πασίγνωστα στη σκηνή ονόματα που υπάρχουν στα credits. Το όνομα του Sam Raimi δεν χρειάζεται ιδιαίτερες εισαγωγές, αλλά ούτε και του Charles Band που έχει τον γνώριμο ρόλο του executive producer, ενώ ο σκηνοθέτης του THE EVIL DEAD έχει έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Από εκεί και πέρα υπάρχει στην παραγωγή και το σενάριο ο Lawrence Bender (RESERVOIR DOGS) αλλά και ο αναγκαίος cameo ρόλος για τον Bruce Campbell που προδιαθέτουν για αρκετά καλά πράγματα.
Στη σχετικά φλύαρη και αργή εισαγωγή ο Scott Spiegel μας εισάγει στους υπαλλήλους ενός σούπερ μάρκετ όπου κεντρικό πρόσωπο είναι η Elizabeth Cox, νεαρή υπάλληλος που έτυχε να κάνει σχέση με έναν loser που της την πέφτει λίγο μετά το βραδινό κλείσιμο για να της ζητήσει να τα ξαναβρούν. Όπως αναμενόταν, αυτή δεν βλέπει με καλό μάτι το συγκεκριμένο ενδεχόμενο και ο φίλος μας προσπαθεί να την μεταπείσει με την απρόκλητη επίθεση σε κάθε υπάλληλο του σούπερ μάρκετ που τυχαίνει να βρίσκεται εκεί.
Με τα πολλά καταφέρνουν να τον απομακρύνουν, αλλά δεν αργούν τα προβλέψιμα ανώνυμα τηλεφωνήματα που ταράζουν τη νεαρή κοπέλα ακόμα περισσότερο. Σαν να μην έφταναν αυτά, ένας άγνωστος που πιθανολογείται ότι πρόκειται για τον τσαντίλα πρώην γκόμενο της φίλης μας, εισβάλει στο σούπερ μάρκετ σκοτώνοντας έναν μετά τον άλλον τους ανυποψίαστους υπαλλήλους με ευρηματικούς και απίστευτα αιματηρούς τρόπους. Είναι όμως ο δράστης αυτός που νομίζουν όλοι, ή μήπως κάποιος άλλος που σπέρνει τον τρόμο στο ήσυχο σούπερ μάρκετ;
Να μην γελιόμαστε, ότι και να έκανε ο Scott Spiegel από πλευράς πλοκής ήταν πολύ δύσκολο να πρωτοτυπήσει. Άλλωστε για ταινία του ’89 πρόκειται και το slasher είχε εξαντληθεί από άποψη ευρηματικότητας προ πολλού. Έτσι, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στη βία, στο gore και ενίοτε στην ατμόσφαιρα και σε αυτά τα στοιχεία το INTRUDER παίρνει σχεδόν άριστα.
Οι φόνοι είναι αποτρόπαιοι και τα ειδικά εφέ gore του μάστορα Gregory Nicotero και της παρέας του είναι απίστευτα καλά για τον φανερά χαμηλό προϋπολογισμό της ταινίας. Κάποιοι από τους φόνους δύσκολα θα ξεχαστούν ακόμα και από βετεράνους slasherάδες θεατές που νομίζουν ότι τα έχουν δει όλα από αυτή την άποψη (όπως ο γράφων), αλλά από εκεί και πέρα το σκηνικό είναι άκρως προβλέψιμο και χωρίς ιδιαίτερες συγκινήσεις, ιδίως στις όχι και τόσο συνταρακτικές αποκαλύψεις του φινάλε.
Πάντως το θέαμα που προσφέρει ο Scott Spiegel και οι υπόλοιποι είναι απόλυτα τίμιο προς το κοινό στο οποίο απευθύνεται, χωρίς πολλές σάλτσες, χωρίς ιδιαίτερες φτηνές τρομάρες και κουραστικές φάρσες που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε σε slasher. Γενικά υπάρχει ένα διάστημα 40 με 45 λεπτών προς τη μέση της ταινίας που είναι «φωτιά» και προσωπικά με έκανε να κάθομαι στην άκρη του καθίσματος μου μέχρι το προβλέψιμο φινάλε.
Σας αρέσει το παλαιομοδίτικο και καλό slasher; Αν ναι, τότε το INTRUDER δεν απογοητεύει και συστήνεται με κλειστά μάτια.