Σχόλια: Εεεμ…. Από πού να αρχίσει και που να τελειώσει κανείς! Ειλικρινά πρέπει κανείς να έχει πτυχίο στην ψυχολογία για να καταφέρει να αποκωδικοποιήσει την ταινία και να αναλύσει το τι ακριβώς ήθελε να πετύχει ο σκηνοθέτης. Από τίτλο και μόνο μοιάζει η ταινία να ανήκει στο κύμα εκείνων των slashers που ο τίτλος του αρχίζει από DON’T, όμως αν και υπάρχουν τέτοια στοιχεία, θα ήταν άδικο να καταχωρίσει κανείς το DON'T GO NEAR THE PARK σε αυτό το είδος.
Σε μερικές στιγμές μοιάζει σαν ο σκηνοθέτης Lawrence D. Foldes να ήθελε να κάνει ένα οικογενειακό παραμυθάκι φαντασίας, που όμως στην πορεία δεν του βγήκε όπως θα ήθελε και άρχισε να το εμπλουτίζει με σπλατεριές και ξαφνικά γυρίσματα της πλοκής για να τονώσει το ενδιαφέρον. Η προσπάθεια ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, όμως, και το DON'T GO NEAR THE PARK έμεινε ένα παράξενο, μπερδεμένο και ανούσιο έργο που στην καλύτερη περίπτωση γίνεται ελαφρά ψυχαγωγικό, αλλά γενικά δοκιμάζει τις αντοχές και τα όρια ακόμη και των πιο καλόβολων θεατών.
Η μπερδεμένη και χωρίς λογική ιστορία έχει να κάνει με ένα ζευγάρι σε μια ακαθόριστη φυλή που 12.000 χρόνια στο παρελθόν καταδικάζεται για τα εγκλήματα του να τρέφονται με σάρκα παιδιών για πάντα μέχρι να θυσιάσουν την κατάλληλη στιγμή μια παρθένα απόγονο της φυλής που θα τους χαρίσει αιώνια ζωή, που είναι και ο απώτερος στόχος. Στην μοντέρνα εποχή, ο Taft (Aldo Ray) έχει αρκετά χόμπι, όπως να τρώει τις καρδιές αθώων περαστικών για να ανανεώνεται ενώ η κακή Patty, αλλιώς γνωστή ως Petranella (Tamara Taylor) ζει στο δάσος απομονωμένη από τον πολιτισμό φροντίζοντας να μην πλησιάζει κανείς και καταβροχθίζοντας αυτούς που το κάνουν.
Ο Taft, σκεπτόμενος ότι πρέπει να εκπληρώσουν επιτέλους τον στόχο τους και να πετύχουν την αιώνια ζωή, παντρεύεται μια τυπική γκρινιάρα Αμερικανίδα και κάνουν ένα κοριτσάκι, τη μικρή Bondie. Αυτή μεγαλώνει σε μια ατμόσφαιρα όχι και τόσο γαλήνιας οικογενειακής ζωής, με τους γονείς της να τσακώνονται συνεχώς με κύριο λόγο ότι ο Taft αγνοεί την πρωτοεμφανιζόμενη Linnea Quigley που υποδύεται τη γυναίκα του, δίνοντας την αμέριστη προσοχή του στην σύντομα στο βωμό θυσίας κόρη του. Μετά, μάλιστα, από ένα δημόσιο εξευτελισμό που υπέστη κατά τη διάρκεια του πάρτι των 16ων γενεθλίων της, η Bondie αποφασίζει να την κοπανήσει από το σπίτι και ως δια μαγείας καταλήγει στο παρακείμενο δάσος και συγκεκριμένα στο καταφύγιο της σατανικής Patty, αλλιώς γνωστής ως Petranella.
Εκεί θα συναντήσει και θα γίνει φίλη με άλλους δυο φυγάδες, τον cowboy και τον μικρό Nick, αλλά η θέα της μαυροφορεμένης και μυστηριώδους Patty της κόβει τη διάθεση για χαβαλέ όποτε συναντιούνται. Όλα αρχίζουν να βγάζουν νόημα όταν ο μικρός Nick βρίσκει ένα βιβλίο που εξηγεί τον θρύλο της σατανικής Petranella κάτι που επιβεβαιώνει όταν την πιάνει στα πράσα να μασουλάει τα εντόσθια ενός περαστικού κατασκηνωτή. Ο κίνδυνος για την Bondie είναι μεγάλος, πόσο μάλλον όταν κάνει την εμφάνιση του ο παραδοσιακά ντυμένος και βαμμένος Taft όλο κέφια και χαρές για την επερχόμενη θυσία και την εγκαθίδρυση εκείνου και της Patty στο βασίλειο των αθανάτων.
Ως συνήθως όλα αυτά ακούγονται σπουδαία στο χαρτί, αλλά στην πράξη ο φιλότιμος Lawrence D. Foldes δεν καταφέρνει παρά να φτιάξει ένα ασύνδετο και μπερδεμένο έργο που πηδάει χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία από το ένας είδος στο άλλο. Η όλη ιστορία ανήκει εξ ορισμού στο χώρο της φαντασίας, με το στοιχείο του κανιβαλισμού να δίνει την απαραίτητη αίσθηση ότι πρόκειται για ταινία τρόμου. Προς τα εκεί και οι αρκετές αλλά επαναλαμβανόμενες σκηνές gore που έβαλαν το λιθαράκι τους για να βρεθεί η ταινία ένα φεγγάρι στη λίστα των Βρετανικών Video Nasties, αλλά σήμερα μοιάζουν με κακόγουστο αστείο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι εκείνη την περίοδο τα ρεαλιστικά εφέ gore ήταν ο κανόνας στις low budget παραγωγές.
Όμως από τη μέση και μετά τη φυγή της Bondie από το σπίτι, η ταινία μετατρέπεται σε όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο κοινωνικό δράμα, ξεκινώντας από την sleazy απόπειρα βιασμού της από μια παρέα. Η απόπειρα σύνδεσης των θεματικά διαφορετικών σημείων της ταινίας δεν ολοκληρώνεται ποτέ, ενώ όσο περνάει η ώρα γίνεται όλο και πιο αντιληπτή η αδυναμία του σεναρίου να πάρει μια απόφαση για το προς τα πού θέλει να κινηθεί. Έτσι, ο Lawrence D. Foldes τα βάζει όλα μαζί στο μπλέντερ, αλλάζοντας ύφος σε ανύποπτο χρόνο και προσθέτοντας κοινωνικά και δραματικά στοιχεία στα αντίστοιχα του κλασσικού exploitation πεδίου, που αποτελούν το κύριο ενδιαφέρον, αν μπορεί κανείς να μιλήσει για κάτι τέτοιο στο DON'T GO NEAR THE PARK.
Κάποια από αυτά τα στοιχεία ψιλολειτουργούν χωρίς όμως να δίνουν υπόσταση στο σύνολο, που μοιάζει όσο περνάει η ώρα να χάνει όλο και περισσότερο τον έλεγχο. Η προσπάθεια του Lawrence D. Foldes να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα περιλαμβάνει και μια επανάληψη της εναρκτήριας σεκάνς, σαν να θέλει ο σκηνοθέτης να μην ξεχάσει το κοινό την αρχική σεναριακή ιδέα. Όμως όλα τα υπόλοιπα δεν βοηθούν σε αυτό, καθώς όσο διασκεδαστικό και να είναι το DON'T GO NEAR THE PARK, δεν καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του παρά μόνο σε ελάχιστα σημεία. Το φινάλε πάντως έχει την γοητεία του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προσθέτει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που αξίζει στην ταινία.
Έτσι η τελική εντύπωση που μένει είναι ότι ο σκηνοθέτης και οι συντελεστές πράγματι προσπάθησαν να κάνουν την ταινία να λειτουργήσει, αλλά τόσο η αστεία από όποια πλευρά και να τη δει κανείς υπόθεση όσο και η έλλειψη κατεύθυνσης χαντακώνουν αυτή την καλή διάθεση. Επίσης οι τυπικές b-ερμηνείες δεν καταφέρνουν να ανυψώσουν τα πράγματα, με μόνο θετικό να είναι το ανεπιτήδευτο χιούμορ που εμφανίζεται διάσπαρτα. Από εκεί και πέρα έχουμε έναν αχταρμά ιδεών και μπερδεμένου σεναρίου που στην καλύτερη των περιπτώσεων φτάνει να ψυχαγωγήσει αμυδρά τους λάτρεις του κακού σινεμά που δεν έχουν κοιμηθεί ή εγκαταλείψει την προβολή. |