Δυο κακοποιοί κρατούν ομήρους σε ένα σπίτι 3 άτομα την ώρα που ένα θανατηφόρο φίδι κόβει βόλτες μέσα στο σπίτι παραμονεύοντας τα θύματα του.
Σχόλια:
Τα δηλητηριώδη φίδια ήταν ανέκαθεν ένα δύσκολο θέμα στις ταινίες τρόμου για να καταφέρει να προκαλέσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις από το κοινό. Πολλές από τις ταινίες με αυτό το θέμα καταλήγουν αστείες και στην καλύτερη των περιπτώσεων να αποκτούν και ολίγο σασπένς σε κάποια σημεία τους. Έχοντας κανείς αυτά υπ’ όψη πρέπει να αναγνωρίσει στο ξεχασμένο “VENOM” από το Βρετανό σκηνοθέτη Piers Haggard- ο οποίος αντικατέστησε τον Tobe Hooper μετά από 10 μέρες γυρισμάτων- ότι κατάφερε να επιτύχει σε μεγάλο βαθμό εκεί που πολλές πιο διαφημισμένες και με μεγαλύτερο budget απέτυχαν οικτρά.
Αυτό προκύπτει από την ιδέα του βιβλίου του Alan Scholefield πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία να συνδυαστεί η απειλή μιας Μαύρης Μάμπα, το πιο δηλητηριώδες φίδι στον κόσμο, με μια ιστορία ομηρίας ενός μικρού και του παππού του μέσα στο σπίτι τους από τον σοφέρ (Oliver Reed) και τον παρανοϊκό διεθνή εγκληματίας της υπόθεσης (Klaus Kinski). Προηγουμένως οι δυο τους είχαν συνωμοτήσει με την όμορφη οικονόμο για να απαγάγουν τον με σοβαρό πρόβλημα υγείας μικρό αλλά η έλλειψη ψυχραιμίας του αφιονισμένου Reed τους στοίχισε καθώς πυροβόλησε και σκότωσε έναν αστυνομικό. Ο άτυχος αστυνομικός είχε πάει στο σπίτι απλά για να τους προειδοποιήσει ότι ο μικρός παρέλαβε από λάθος ένα θανατηφόρο φίδι αντί για το κατοικίδιο του, αλλά η τουφεκιά του Reed τον πρόλαβε και έτσι το φίδι το έσκασε ελεύθερο μέσα στο σπίτι, αφού πρώτα δάγκωσε την προδότρια οικονόμο και ευκαιριακή ερωμένη του Kinsky.
Όπως είναι φυσικό, οι μπάτσοι πήραν κατάκαρδα την δολοφονία του δικού τους και πολιορκούν το σπίτι στήνοντας ελεύθερους σκοπευτές και όλα τα λοιπά αξεσουάρ. Ο επικεφαλής προσπαθεί να διαπραγματευτεί αλλά η κατάσταση δυσκολεύει ακόμα περισσότερο όταν οι κακοί παρασύρουν μέσα στο σπίτι και την γιατρό- ειδική στα δηλητηριώδη φίδια- που είχε ειδοποιήσει για την αλλαγή των φιδιών κατά την παράδοση. Και καθ’ όλη τη διάρκεια η Μαύρη Μάμπα βρίσκεται μέσα στο σπίτι και παραμονεύει ψάχνοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να επιτεθεί.
Όλα αυτά βγαίνουν με ευχάριστο τρόπο και το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μια αρκετά καλή ταινία με τα στοιχεία της σε ισορροπία. Υπάρχει η σχετική δράση, αγωνία και σασπένς ενώ σε αρκετές στιγμές η ατμόσφαιρα είναι κλειστοφοβική και η απειλή του φιδιού που παραμονεύει βρίσκεται διάχυτη. Αντίθετα, υπάρχουν επίσης και σημεία με αρκετές αφέλειες ενώ οι ερμηνείες των περισσότερων κυμαίνονται στα γνωστά επίπεδα ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού από τη Μ. Βρετανία.
Απ’ αυτό φυσικά εξαιρούνται οι απολαυστικοί Klaus Kinsky και Oliver Reed και ιδίως ο πρώτος, που μόνοι τους καταφέρνουν και ανεβάζουν την ταινία ακόμα παραπάνω. Από εκεί και πέρα ο Nicol Williamson στο ρόλο του μπάτσου είναι καθαρά διεκπεραιωτικός όπως και οι περισσότεροι άλλοι χαρακτήρες, ενώ η όμορφη Sarah Miles εμφανίζεται ελάχιστα αλλά είναι όπως συνήθως πολύ καλή.
Πάντως το κύριο προσόν είναι η υπόθεση και η εξέλιξη της που παρακολουθείται γενικά με μεγάλο ενδιαφέρον ενώ και η δράση του φιδιού είναι μετρημένη και καλά υπολογισμένη ώστε να μοιάζει ρεαλιστική και να αποφεύγει τα κωμικά στοιχεία. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Alan Scholefield πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, οπότε δεν μπορώ να σχολιάσω για πιστότητα μεταφοράς, αλλά σίγουρα το σενάριο διατηρεί το ενδιαφέρον του στην περισσότερη διάρκεια.
Γενικά το τελευταίο μισάωρο είναι πολύ ατμοσφαιρικό και με αρκετές εκπλήξεις στις οποίες υπάρχει και τουλάχιστον μια σκηνή ανθολογίας. Μιλάω για τη μονομαχία του Klaus Kinsky με το φίδι και τους σκοπευτές στο φινάλε που έχει αρκετή από αυτή την αίσθηση b-movie που κάνει όλους εμάς να γουστάρουμε τέτοιου είδους ταινίες. Και όσο και να προσπαθεί να κρυφτεί το “VENOM”, σίγουρα πέφτει πανηγυρικά σε αυτή την κατηγορία, και αυτό το λέω αληθινά σαν κομπλιμέντο!