SPIDER BABY (1968) (ΗΠΑ) Πρωτότυπος τίτλος: Spider Baby or, The Maddest Story Ever Told A.K.A.: Attack of the Liver Eaters, Cannibal Orgy, or the Maddest Story Ever Told, The Liver Eaters
Η τελευταία γενιά της οικογένειας Merrye και συγκεκριμένα 3 παιδιά που πάσχουν από μια σπάνια ασθένεια μένουν σε ένα απομακρυσμένο αγροτόσπιτο υπό την φροντίδα του οικογενειακού σοφέρ. Όμως η ησυχία τους θα διακοπεί όταν στο σπίτι καταφθάνουν μακρινοί συγγενείς που γλυκοκοιτάν το αγρόκτημα και τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας.
Σχόλια:
Ο Jack Hill έμαθε καλά τα μαθήματα low budget σινεμά που πήρε από το 1960 μέχρι το 1966 από τον μεγάλο Roger Corman όντας μαθητής του και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο ανεπανάληπτο cult classic που λέγεται SPIDER BABY. Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά ενός από τους πατέρες των b-movies και οι επιρροές από τις ταινίες τρόμου του Corman είναι κάτι παραπάνω από φανερές, αλλά τόσο μέσω του μοναδικού σεναρίου όσο και σκηνοθεσίας, ο Jack Hill έδειξε από νωρίς στην καριέρα του ότι δεν θα ήταν απλός περαστικός.
Η ιστορία που αφηγείται το σενάριο του Hill έχει να κάνει με την κάποτε μεγάλη και τρανή οικογένεια Merrye και τους τελευταίους απογόνους που κατοικούν σε ένα απομακρυσμένο αγροτόσπιτο, απομεινάρι τεράστιας περιουσίας σε γη. Τα τρία παιδιά, προϊόν χρόνιας αιμομιξίας στην οικογένεια, έχουν κληρονομήσει μιας αρρώστια που τα θέλει όσο μεγαλώνουν να απομακρύνονται από την ανθρώπινη φύση τους και να αποκτηνώνονται γεμάτοι βίαια ένστικτα και τάσεις κανιβαλισμού. Πρόκειται για τις Elizabeth (Beverly Washburn) και Virginia (Jill Banner) και τον μεγαλύτερο αδελφό τους Ralph (Sid Haig). Οι κοπέλες είναι σε ένα ενδιάμεσο στάδιο της αρρώστιας και απλώς αρέσκονται να παίζουν την «αραχνούλα» με τους άτυχους προσκεκλημένους, ένα παιχνίδι που πάντα τελειώνει με την Elizabeth να σκοτώνει τον απρόθυμο συμπαίκτη με μεγάλα κοφτερά μαχαίρια.
Ο Ralph είναι σε αρκετα πιο προχωρημένο στάδιο, μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη εκτός από τα γρυλίσματα που συνοδεύουν τις βόλτες του πολλές φορές και στα 4 άκρα ενώ τα χόμπι του περιλαμβάνουν το κυνήγι και φάγωμα κάθε ζωντανού οργανισμού που βρίσκεται κοντά.
Μαζί τους ο χρόνια πιστός σοφέρ της οικογένειας, Bruno (Lon Chaney Jr.), που υποσχέθηκε στον μακαρίτη πατέρα των παιδιών ότι θα τα προσέχει ότι και να γίνει φροντίζει να κλείνει τις τρύπες που προκαλούνται από το παιχνίδι των παιδιών που περιλαμβάνει τυχαίους φόνους των περαστικών.
Οι τέσσερις τους ζουν μια ήσυχη ζωή που όμως διακόπτεται από την άφιξη μακρινών συγγενών με το πρόσχημα της κηδεμονίας των παιδιών, αλλά που σαν πραγματικό στόχο έχουν την περιουσία των Merrye. Απρόθυμος αλλά ευγενής ο Bruno τους φιλοξενεί, αλλά κατά τη διάρκεια της νύχτας τα παιδιά νιώθοντας την απειλή θα θελήσουν να παίξουν την «αραχνούλα» παρά την αντίθετη γνώμη του Bruno.
Οπωσδήποτε εμπνευσμένο και αρκετά τολμηρό το σενάριο του Jack Hill με φανερές επιρροές από την Οικογένεια Adams, μόνο σε αρκετά πιο διεστραμμένο επίπεδο. Η παρουσίαση της ιστορίας γίνεται με την αμεσότητα και αποτελεσματικότητα ταινιών του Corman και με μηδαμινό προϋπολογισμό. Η ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και απειλητική και φτάνει άνετα τα γοτθικά επίπεδα της περιόδου E.A. Poe του Roger Corman, ενώ υπάρχει και συγκρατημένο αλλά απόλυτα εύστοχο χιούμορ που κάνει το αρκετά μακάβριο θέμα να μοιάζει απόλυτα διασκεδαστικό.
Πέρα από την εξέλιξη της υπόθεσης η οποία κάνει ελάχιστες κοιλιές, ο Hill προσφέρει απλόχερα πολλά και διαφορετικά συναισθήματα στον θεατή. Από το χαβαλέ και την μαύρη κωμωδία της εισαγωγής περάμε στιγμιαία σε σκηνές μεγάλου σασπένς και αγωνίας και αμέσως μετά υπάρχει και λίγο από συγκίνηση. Η παιχνιδιάρικη κάμερα του Hill εκμεταλλεύεται τον χαμηλό προϋπολογισμό και τα πενιχρά μέσα προς όφελος της, στην παράδοση της σχολής Roger Corman από την οποία αποφοίτησε και δημιουργεί ένα ατμοσφαιρικό, τρομακτικό, διαχρονικό και από κάθε άποψη μοναδικό έργο στα χρονικά του σινεμά τρόμου.
Για τις ερμηνείες δεν χρειάζεται να επισημάνουμε ότι ο θρύλος του σινεμά τρόμου Lon Chaney Jr. είναι απολαυστικός, αλλά την παράσταση κλέβουν τα παιδιά της οικογένειας και ιδίως οι Beverly Washburn και Jill Banner που τη μια στιγμή μοιάζουν απόλυτα αθώες και την επόμενη προκαλούν ανατριχίλες. Η σκηνή που ο θείος Peter (Quinn K. Redeker) βρίκεται δεμένος στην κουνιστή καρέκλα και η Elizabeth ετοιμάζεται να παίξει την «αραχνούλα» πάνω του είναι σίγουρα σκηνή ανθολογίας, όπως και κάμποσες άλλες σε μια ταινία που έχει γράψει με χρυσά γράμματα το όνομα της στην ιστορία του τρόμου.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι το τραγούδι των τίτλων τραγουδάει ο Lon Chaney Jr. και μάλιστα πολύ καλά και επίσης ότι ενώ η ταινία γυρίστηκε το 1964 κυκλοφόρησε το 1968 αφού οι παραγωγοί χρεοκόπησαν και η ταινία αγοράστηκε από άλλον παραγωγό που της άλλαξε τον τίτλο από τον πρωτότυπο "CANNIBAL ORGY, OR THE MADDEST STORY EVER TOLD". Ο Sid Haig, τακτικός στις ταινίες του Jack Hill, έπαιξε στα HOUSE OF 1000 CORPSES και THE DEVIL’S REJECTS που θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν μοντέρνα remakes του SPIDER BABY, χωρίς όμως να καταφέρνουν ούτε στο ελάχιστο να φτάνουν τη μαγεία και την ατμόσφαιρα του.
Ο ορισμός του cult classic και του ποιοτικού horror που αντέχει στο χρόνο και μοιάζει ακόμα φρέσκο και πρωτότυπο παρόλη την ασπρόμαυρη φωτογραφία και τον μηδαμινό προϋπολογισμό. Ο Jack Hill έδειξε τα διαπιστευτήρια του και με το παραπάνω.
Και οι 3 εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Ανώτερη όλων η νέα R1 με ψηφιακά επεξεργασμένη εικόνα και του κόσμου τα extras. Η Γερμανική έκδοση είναι double bill μαζί με το SCUM OF THE EARTH