Σχόλια: Φαντάζομαι κάθε αληθινός b-μουβάς θα έχει δει τουλάχιστον ένα από τα sequels του ιστορικού SCANNERS του David Cronenberg κάποια στιγμή της ζωής του, οπότε σε γενικές γραμμές θα ξέρει τι να περιμένει από το δεύτερο sequel της σειράς που ξεκίνησε με το SCANNER COP. Το κοινό στοιχείο όλων των ταινιών με τη λέξη «Scanner» μέσα είναι το όνομα του παραγωγού Pierre David, συνεργάτη του David Cronenberg στις ταινίες της περιόδου του σωματικού τρόμου το τελευταίου, που μάλιστα σκηνοθέτησε το πρώτο μέρος του συγκεκριμένου ζευγαριού ταινιών με πρωταγωνιστή τον Daniel Quinn που υποδύεται τον ντετέκτιβ Samuel Staziak, που είναι ο μπάτσος- Scanner του τίτλου.
Όπως και στο κλισαρισμένο και χωρίς ιδιαίτερη φαντασία SCANNER COP, έτσι κι εδώ οι εκπλήξεις είναι από ελάχιστες ως ανύπαρκτες σε μια κλασσική ιστορία εκδίκησης. Μυστηριώδεις δολοφονίες όπου τα πτώματα ανακαλύπτονται σχεδόν απανθρακωμένα κάνουν τον ντετέκτιβ Staziak να υποψιάζεται ότι πίσω τους κρύβεται κάποιος επικίνδυνος Scanner. Γρήγορα θα ανακαλύψει ότι όχι μόνο είχε δίκιο, αλλά τον ξέρει κιόλας, όντας ο αδελφός ενός κακοποιού που ο Staziak τον είχε αναγκάσει να πυροβολήσει θανάσιμα με τη χρήση των τηλεπαθητικών του δυνάμεων.
Εντωμεταξύ, ο κακός της υπόθεσης αρχίζει να καθαρίζει όποιον Scanner τυχαίνει στο δρόμο του και μάλιστα απορροφάει τη δύναμή τους σε μια προσπάθεια να αυξήσει τη δική του τηλεπαθητική ιδιότητα για να καταφέρει να χτυπήσει τον Staziak, που όμως πάντα ήταν δυνατότερός του. Κάποια από τα θύματά του τυχαίνει να είναι φίλοι του Staziak, ο οποίος σιγά- σιγά καταλαβαίνει ότι ο εχθρός του δεν θα είναι όσο αδύναμος όσο τον θυμόταν την τελευταία φορά που τον συνέλαβε. Ο κόμπος, όμως, φτάνει στο χτένι όταν ο κακός ονόματι Volkin ανακαλύπτει πριν τον Staziak τη μητέρα του τελευταίου που νοσηλεύεται σε ένα γηροκομείο και την χρησιμοποιεί σαν δόλωμα για την τελική μονομαχία με τον μπάτσο- Scanner.
Σαν να ακούω ήδη φωνές να λένε «καλά με τέτοια υπόθεση, πώς είναι δυνατόν να πέσει κανείς έξω;». Πράγματι, είναι λίγο δύσκολο, μιας και το SCANNER COP II έχει τα στοιχεία εκείνα που περιμένουν να δουν οι φίλοι των τηλεπαθητικών μεταλλαγμένων που ανακάλυψε το μυαλό του David Cronenberg. Έχει πολύ δράση, κάποια αρκετά καλά ειδικά εφέ εκτός από την αναγκαία και πατροπαράδοτη έκρηξη κεφαλιού, μονοδιάστατους χαρακτήρες με αποκορύφωμα τον εντελώς περιττό και άνοστο χαρακτήρα του γνωστού b-μουβά Robert Forster, ανύπαρκτη και ευκαιριακή πλοκή και αρκετές σκηνές σήμα- κατατεθέν της σειράς, που όμως έχουμε ξαναδεί.
Το κύριο πρόβλημα είναι ότι όλα μοιάζουν τόσο προβλέψιμα μετά από ουσιαστικά 3 πανομοιότυπες ταινίες, που είναι δύσκολο για τον Pierre David και την παρέα του να τα κάνουν να μοιάζουν ενδιαφέροντα, παρόλο που το παλεύουν το πράγμα. Έτσι, μοιραία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις μεθόδους τόσο του Staziak όσο και του Volkin παρά στην ουσία του πράγματος, που όσο περνάει η ώρα γίνεται όλο και πιο κλισαρισμένο και προβλέψιμο. Μάλιστα, το ενδιαφέρον που μπορούσε να προκαλέσει το πάντα επιτυχημένο στις προηγούμενες ταινίες «χαρτί» του «Ephemerol» (του φαρμάκου που παίρνουν οι Scanners για να μειώσουν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της δύναμής τους), εξαντλείται επίσης πολύ γρήγορα, αφού μαθαίνουμε ότι ο Staziak παίρνει μια ειδικά παρασκευασμένη εκδοχή του που μειώνει τις φωνές και αφήνει αναλλοίωτη την τηλεπαθητική ιδιότητα, ενώ ο Volkin το έχει… κόψει τελείως, χωρίς ιδιαίτερες παρενέργειες.
Πάντως οι σκηνές όπου ο Volkin «απορροφάει» τη ζωτική ενέργεια των άλλων Scanners είναι πολύ καλές, με ειδικά εφέ που ξεχωρίζουν, αλλά μετά από 5 φορές που τον βλέπουμε να κάνει το ίδιο, το εντυπωσιακό στοιχείο χάνεται. Οπότε επόμενο highlight στην ταινία είναι η τελική μονομαχία μεταξύ των δύο, που ξεκινάει σε διαγωνισμό γκριμάτσας σφιξίματος, όπως όταν είμαστε μικροί που κρατούσαμε την αναπνοή μας μέχρι να γίνουμε κατακόκκινοι, και εξελίσσεται στα γνώριμα μονοπάτια, με φλέβες να εξογκώνονται κλπ.
Γενικά δεν προκαλεί έκπληξη που οι ιθύνοντες αποφάσισαν να δώσουν τέλος στο συγκεκριμένο franchise μετά από το SCANNER COP II, γιατί η έμπνευση είναι φανερά εξαντλημένη και δεν φτάνουν κάποια καλοφτιαγμένα ειδικά εφέ για να την αντικαταστήσουν. Οπότε να περιμένετε 90 ευχάριστα και διασκεδαστικά λεπτά, που όμως μετά το τέλος θα ξεθωριάσουν πολύ γρήγορα, ακριβώς όπως είχε γίνει και με το SCANNER COP. |