Σχόλια: Δυο χρόνια μετά το THE BROOD ο David Cronenberg εξερευνάει για άλλη μια φορά το αγαπημένο του θέμα της περιόδου, τις γενετικές μεταλλάξεις. Ακριβώς όπως στα SHIVERS και THE BROOD, το SCANNERS ασχολείται με μια ομάδα ανθρώπων που έχουν μεταλλαχθεί λόγω του ότι οι γονείς τους είχαν στο παρελθόν χορηγήσει ένα βοηθητικό κυήσεως με το όνομα «Εφέμερολ». Το φάρμακο είχε παρενέργειες η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν ότι τα παιδιά των ανθρώπων που το πήραν γεννήθηκαν με οξυμένες τηλεπαθητικές και τηλεκινητικές ικανότητες, μια ιδιότητα που είναι γνωστή σαν “Scanning”.
Το πρόβλημα είναι ότι οι τηλεπαθητικές ιδιότητες έρχονται μαζί με χαώδεις φωνές και συναισθήματα από τις σκέψεις των γύρω ανθρώπων, τις οποίες ένας Scanner ακούει σε μεγάλη ένταση, σαν να φωνάζουν στο αυτί του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των Scanners να είναι αντικοινωνικά και προβληματικά άτομα με τάσεις προς την αυτοκαταστροφή και την καταστροφή γενικότερα.
Ένας από αυτούς είναι και ο Cameron Vale (Stephen Lack), που όπως και οι περισσότεροι όμοιοι του αλητεύει από εδώ κι από εκεί χωρίς κατεύθυνση και ελπίδα για το μέλλον, με μόνο στόχο να μπορέσει να απολαύσει μερικές στιγμές ηρεμίας χωρίς τη συνοδεία των «Ερινυών» που έρχονται μαζί με την ικανότητα του Scanning.
Μετά από ένα περιστατικό σε εμπορικό κέντρο, ο Vale εντοπίζεται από έναν κρυφό οργανισμό υπό την αρχηγία του Δρ. Paul Ruth (Patrick McGoohan) που έχει σαν στόχο να εντοπίσει τους αδέσποτους Scanners και να τους κάνει να συμφιλιωθούν με την ειδική τους ικανότητα, δίνοντάς τους παράλληλα ανακούφιση από το μόνιμο πρόβλημα των φωνών μέσω ενός πειραματικού φαρμάκου. Ο Δρ Ruth αναγνωρίζει ότι στο πρόσωπο του Cameron Vale υπάρχει ένας ασυνήθιστα δυνατός και κοντρολαρισμένος Scanner, οπότε του αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας υπόγειας οργάνωσης υπό την αρχηγία του τρομερού Darryl Revok (Michael Ironside) που έχει σαν στόχο να φέρει όλους τους Scanners μαζί τους ενάντια στον κόσμο και να εξοντώσει όσους δεν θέλουν τη δόση μεγαλείου τους. Ο Revok και η παρέα του ήδη έχουν εξοντώσει αρκετούς που αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν, οπότε ο Δρ Ruth εξηγεί στον Vale ότι τον προορίζει για μυστικό πράκτορα με αποστολή την εύρεση και εξόντωση του Darryl Revok και της οργάνωσής του.
Με αυτήν την αρκετά περίπλοκη υπόθεση που όλο και περιπλέκεται όσο εξελίσσεται η ιστορία, ο David Cronenberg φτιάχνει ίσως την γνωστότερη αλλά και την πιο προσβάσιμη ταινία της πρώιμης περιόδου του (αν εξαιρέσει κανείς το χαβαλεδιάρικο FAST COMPANY). Αυτή τη φορά ο Καναδός δημιουργός προτιμάει να επικεντρωθεί στα πιο «πιασάρικα» κομμάτια του υλικού του, που είναι η εξέλιξη της δράσης και μειώνει τον προβληματισμό σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα απ’ ότι είχαμε συνηθίσει μέχρι τότε.
Φυσικά, πάντα υπάρχει ο στοχασμός για το κατά πόσο είναι φυσιολογικοί οι Scanners και πώς θα μπορούσαν να προσφέρουν σε μια κοινωνία που τους φοβάται και δεν τους δέχεται, ένας προβληματισμός που θα μπορούσε να επεκταθεί σε πολλές ομάδες ατόμων με ειδικές ανάγκες και ειδικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν γύρω μας, αλλά ο Cronenberg προτιμάει να δώσει τη σκυτάλη στον θεατή για τον συγκεκριμένο προβληματισμό. Υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί Scanners, και αυτοί είναι τόσο ξεκάθαροι που ο προβληματισμός πάνω στους πειρασμούς που μπορεί να φέρει μια τέτοια δύναμη ακόμα και στα πιο αγνά μυαλά παραμένει επιδερμικός και αναπάντητος. Αναπάντητες παραμένουν και οι διάφορες ερωτήσεις που προκύπτουν από την ιστορία, όπως π.χ. γιατί ο Cameron Vale και ο οποιοσδήποτε στη θέση του να μην δελεαστεί από τις υποσχέσεις κυριαρχίας του Revok, ή γιατί να μην προτιμούν οι Scanners να βρίσκονται στην κορυφή του κόσμου παρά απλά να προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία που τους φοβάται και τους κυνηγάει.
Αποτέλεσμα είναι το SCANNERS να βγει αρκετά πιο ανάλαφρο απ’ ότι θα περίμενε κανείς στα επίπεδα τυπικής περιπέτειας δράσης με στοιχεία Ε/Φ και τρόμου, παρά σε ένα δοκίμιο της ψυχολογίας των Scanners εμπλουτισμένο με τις γνώριμες νοσηρές εικόνες σωματικού τρόμου που θαυμάσαμε τόσο στο THE BROOD όσο και στα SHIVERS και RABID.
Πάντως σε κάθε περίπτωση, το SCANNERS τρέχει σαν νεράκι, με το ενδιαφέρον όλο να μεγαλώνει και την εξέλιξη της πλοκής να παρουσιάζεται με μαεστρία και σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που κάνει το θεατή να παρακολουθεί από την άκρη του καθίσματός του. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ υπάρχουν και οι κλασσικές πλέον σκηνές εκρήξεων κεφαλών που είναι σίγουρα το σήμα κατατεθέν της ταινίας και που στο μέλλον αναπαράχθηκαν από πληθώρα ταινιών της σκηνής του τρόμου.
Δυστυχώς το πέρασμα του χρόνου άφησε τα σημάδια του πάνω στο SCANNERS ίσως περισσότερο από ότι κάθε άλλη ταινία του Cronenberg εκείνης της περιόδου, κάτι που φαίνεται κυρίως στις ερμηνείες και στην όλη «ακαδημαϊκή» ατμόσφαιρα που αναδύεται σε ορισμένες στιγμές από το τελικό αποτέλεσμα. Αυτή η αίσθηση τονίζει ακόμα περισσότερο τις σεναριακές κακοτοπιές, που είναι λογικό να υπάρχουν σε μια τόσο περίπλοκη εξιστόρηση, ενώ σε ορισμένες στιγμές η όλη φάση μοιάζει τραβηγμένη από τα μαλλιά και ελάχιστα πιστευτή.
Όλα αυτά όμως είναι λεπτομέρειες και απλά δεν εξυψώνουν το SCANNERS παραπάνω από εκεί που τελικά αξίζει να πάει. Η εμπειρία της ταινίας παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ακόμα και με αυτά τα προβλήματα, ενώ εκεί που κάπως πάει να χαλάσει το πράγμα έρχεται το φινάλε με τη μονομαχία Revok και Vale που είναι μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του κινηματογράφου του φανταστικού. Με εκπληκτικά για την εποχή ειδικά εφέ και τρομερή ατμόσφαιρα, από μόνο του αποτελεί σοβαρό κίνητρο για να ασχοληθεί κανείς με την ταινία. Όσο για τις ερμηνείες, αναμφίβολα ξεχωρίζει αυτή του Michael Ironside στο ρόλο του Darryl Revok, ενώ ο Patrick McGoohan είναι αυτός που ξέρουμε. Προσωπικά μόνο η ερμηνεία του κεντρικού πρωταγωνιστή Stephen Lack μου φάνηκε κάπως ανεπαρκής και «θεατρική», αλλά υπάρχουν τόσοι πολλοί απολαυστικοί χαρακτήρες στην ταινία που τελικά κάτι τέτοιο περνάει εντελώς απαρατήρητο.
Κακά τα ψέματα, δε μπορώ να διανοηθώ ότι υπάρχουν fans της σκηνής που δεν έχουν δει κάποια στιγμή της ζωής τους τη συγκεκριμένη ταινία, ή έστω κάποια από τα υποδεέστερα sequels που κυκλοφόρησαν αρκετά αργότερα. Η ταινία είχε αρκετή προώθηση και διαφήμιση την εποχή, ενώ τα sequels απλά έκαναν και αυτούς που δεν είχαν δει το πρωτότυπο να το κάνουν, οπότε μιλάμε για μια κλασσική ταινία του είδους.
Ίσως υπερεκτιμημένο, ίσως λίγο αφελές, ίσως λίγο «παλιό», το SCANNERS είναι μια από τις μεγάλες στιγμές της φιλμογραφίας του David Cronenberg που έχει κρατήσει την υψηλή του θέση στο πάνθεον της παγκόσμιας σκηνής.
Τόσο που ετοιμάζεται ένα μοντέρνο remake, το οποίο τουλάχιστον ελπίζουμε να κάνει τους νεότερους να θυμηθούν την εκπληκτική εκείνη περίοδο του σωματικού τρόμου του David Cronenberg που ακόμα και σήμερα γοητεύει τους φίλους του είδους. |