Σχόλια: “ Stuart Gordon Presents Deathbed”, γράφουν οι τίτλοι αρχής του DEATHBED, οπότε οποιοσδήποτε έστω και περιστασιακός οπαδός του τρόμου σπεύδει να δει την ταινία, στηριζόμενος (σαν και ‘μένα) στην ύπαρξη του ονόματος του σκηνοθέτη κλασσικών ταινιών όπως RE-ANIMATOR, FROM BEYOND και DAGON.
Στην έναρξη, το λογότυπο της Full Moon του παραγωγού Charles Band αρχίζει να σχηματίζει τα πρώτα σύννεφα γύρω από την ταινία, τα οποία μετατρέπονται σε καταιγίδα από τα πρώτα λεπτά, όταν με φρίκη ο εν λόγω οπαδός ανακαλύπτει ότι το DEATHBED δεν έχει τίποτα να κάνει με τα έπη τρόμου με τα οποία ο Gordon έχει συνδέσει το όνομά του τόσα χρόνια.
Ο σκηνοθέτης Danny Draven είναι από το νέο αίμα του Αμερικανικού σινεμά τρόμου και δη της Full Moon. Γεννηθείς μόλις το 1978, έχει ήδη σκηνοθετήσει τα HORRORVISION (2001), CRYPTZ (2002), HELL ASYLUM (2002), όλα στη γνωστή Αμερικάνικη συνταγή της Full Moon "gore- ψιλοτσόντα", χωρίς όμως κάτι ιδιαίτερο.
Το DEATHBED δυστυχώς δεν βελτιώνει καθόλου την κατάσταση και μάλιστα μου δημιουργεί υποψίες ότι μάλλον ο Draven έχει...χοντρό βύσμα στην κινηματογραφική βιομηχανία για να σκηνοθετεί ακόμα και μάλιστα με τον θρυλικό Stuart Gordon στην παραγωγή.
Και άλλωστε αν αναρωτηθείτε πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει μια ιστορία που κινείται γύρω από ένα...καταραμένο κρεβάτι, θα αρχίσετε να καταλαβαίνετε για τι πράγμα μιλάω. Πόσο μάλλον όταν φαίνεται ότι το DEATHBED δεν είναι remake της ομώνυμης ταινίας που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 70 με τίτλο DEATH BED: THE BED THAT EATS, που παρόλο που επίσης χρησιμοποιούσε το καταραμένο κρεββάτι σαν το κύριο αντικείμενο τρόμου, είχε μια παράξενη γοητεία που κρατούσε το ενδιαφέρον του θεατή.
Γυρισμένο κατευθείαν σε video, όπως και οι υπόλοιπες δουλειές του σκηνοθέτη, το DEATHBED επιδεικνύει άμεσα τη σημασία του κρεβατιού, μιας και πολλές ομολογουμένως αρκετά αισθησιακές ερωτικές περιπτύξεις λαμβάνουν χώρο πάνω του! Τυπικά, το συγκεκριμένο κρεβάτι λειτουργεί σαν πύλη στο υπερπέραν, απ’ όπου επιστρέφει ένα ζευγάρι μανιακών δολοφόνων από το παρελθόν για να στοιχειώσουν το νεαρό ζεύγος που αποκτάει κυριότητα του κρεβατιού, και τα λοιπά και τα γνωστά.
Το DEATHBED καταφέρνει να γίνεται κουραστικό παρόλο που η διάρκειά του περιορίζεται μόλις στα 73 λεπτά, στη συντριπτική πλειοψηφία των οποίων κυριαρχούν οι ερωτικές σκηνές μεταξύ του ζευγαριού. Το υπόλοιπο δεν ξεφεύγει από την μετριότητα που έχει γίνει δυστυχώς κανόνας στις περισσότερες σύγχρονες Αμερικάνικες ταινίες τρόμου.
Στο ίδιο περίπου μοτίβο κινούνται και τα ειδικά εφέ, με απλά κάποιες καλοφτιαγμένες σπλατεριές που αρχίζουν να κάνουν δειλά- δειλά την εμφάνισή τους προς το τέλος της ταινίας. Υπάρχει και μια αδιάφορη εξήγηση του τι συνέβη στο παρελθόν, η οποία προκύπτει από την ερευνητική δουλειά της όπως πάντα καυτής Tanya Dempsey, που εντέλει είναι το μοναδικό ατού του DEATHBED, ενώ το φινάλε είναι προβλέψιμα αόριστο και διαιωνίζεται χωρίς τελικά να πάρουμε χαμπάρι τι τελικά συνέβη.
Πάντως, ο Draven προσπαθεί να δώσει λίγο βάθος στα δρώμενα με το να προσθέτει διάφορα τεχνασματάκια που κάτι πάνε να κάνουν, όπως τα τρομακτικά σκίτσα που σχεδιάζει εν αγνοία της η πληθωρική Dempsey, όταν φυσικά βρίσκει λίγο χρόνο από το καθημερινό σεξ, αλλά τέτοιες εμπνεύσεις είναι σπάνιες και τελικά ανούσιες.
Πολύ λίγα πράγματα, σε γενικές γραμμές, έχει να επιδείξει το DEATHBED, αν και ίσως μπορούσε να γίνει κάπως καλύτερο αν είχαν αξιοποιηθεί περισσότερο οι χαρακτήρες των 2 κακών πνευμάτων που κρατάει φυλακισμένο το κρεβάτι, ή αν το φινάλε ήταν κάπως πιο προσεγμένο, ή αν είχε μεγαλύτερο budget, ή τέλος πάντων αν ο παραγωγός Gordon με κάποιο υπερφυσικό τρόπο δάνειζε στους συντελεστές έστω λίγη από τη δημιουργικότητα και φαντασία που έχει κατ' επανάληψη δείξει ότι έχει!
Εν πάση περιπτώσει, αν σας άρεσαν οι άλλες ταινίες του Draven (που μεταξύ μας το βλέπω δύσκολο) πιθανότατα να διασκεδάσετε και με το DEATHBED. Αν ψάχνετε όμως για κάτι πρωτότυπο και τρομακτικό που πάει λίγο πέρα από την επίδειξη των σωματικών προσόντων της Tanya Dempsey, μείνετε όσο πιο μακριά μπορείτε.
Σίγουρα άσχημη έκπληξη από τον Stuart Gordon που ελπίζω από εδώ και πέρα να προσέξει περισσότερο που βάζει το όνομά του. |