Σχόλια:
Εδώ μιλάμε για μια από τις πολύ καλές Αμερικάνικες ταινιούλες της αρχής της δεκαετίας του ’80, κατά κοινή ομολογία την πιο παραγωγική εποχή του ανεξάρτητου σινεμά τρόμου. Δύο μελλοντικοί νικητές βραβείων Oscar έχουν εδώ την τιμητική τους, και μιλάω για τους Jack Palance και Martin Landau, που υποδύονται τους έγκλειστους ψυχοπαθείς ενός ασύλου φρενοβλαβών, κάτω από την επίβλεψη ενός άλλου ιερού τέρατος του σινεμά τρόμου, του Donald Pleasence στο ρόλο του Δρ Leo Bain.
O καλός γιατρός έχει φαινομενικά καταφέρει να κρατήσει τους ιδιαίτερα επικίνδυνους ψυχοπαθείς υπό έλεγχο, βασικά με το να τους αφήνει ψιλοήσυχους. Όλα όμως αλλάζουν όταν ένας από τους αγαπημένους γιατρούς των ασθενών εγκαταλείπει το άσυλο για μια καλύτερη δουλειά και τη θέση του παίρνει ο Δρ Dan Porter (Dwight Schultz). Αυτό είναι κάτι που οι διαταραγμένοι φίλοι μας δεν αντιμετωπίζουν και πολύ καλά, και μάλιστα φτάνουν στο σημείο να κατηγορήσουν το νεοφερμένο γιατρό ότι σκότωσε τον προηγούμενο. Έτσι, λοιπόν, αποφασίζουν ομόφωνα να εκδικηθούν όταν έρθει η ώρα.
Κάτι που γίνεται όταν μετά από μπλακ άουτ οι 3 επικίνδυνοι κρατούμενοι το σκάνε και αρχίζουν να κατευθύνονται προς το σπίτι του Δρ Porter, αφού προηγουμένως οπλίζονται από ένα πολυκατάστημα το οποίο έχει πέσει λεία στα χέρια ληστών που εκμεταλλεύονται την ανακατωσούρα του μπλακ άουτ. Οι φίλοι μας, που είναι οι Palance (ο αρχηγός της παρέας), Landau (ο «Ιερέας», πυρομανής και εξαιρετικά επικίνδυνος) και ο Ronald 'Fatty' Elster (ένας ιδιαίτερα βίαιος γίγαντας που υποδύεται ο Erland van Lidth), φτάνουν στο απροστάτευτο σπίτι του γιατρού με ολόκληρη την οικογένειά του μέσα, και αρχίζουν την πολιορκία.
Ο Jack Sholder καταφέρνει να φτιάξει ένα αρκετά ατμοσφαιρικό θρίλερ, σχετικά χαμηλών τόνων, που δεν στηρίζεται και τόσο στο gore και τη βία, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, αλλά χτίζει το κλίμα απειλής πάνω στον έξυπνο τρόπο κινηματογράφησης της πολιορκίας του σπιτιού από τους 3 φυγάδες. Φυσικά, τα πράγματα μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικά αν στη θέση των τριών μεγάλων ονομάτων (Palance, Landau, Pleasence) ήταν κάποιοι λιγότερο γνωστοί ηθοποιοί, μιας και η ερμηνείες και των τριών είναι πολύ καλές, και ιδιαίτερα του Martin Landau που καταφέρνει να μεταδίδει το πόσο απειλητικός είναι σε κάθε σκηνή που βρίσκεται στο πλάνο. Ο Jack Palance, επίσης είναι πολύ καλός στο ρόλο του αρχηγού της παρέας, αλλά σίγουρα ο Martin Landau κλέβει την παράσταση.
Ο Pleasence, όπως συνήθως πολύ καλός, δίνει την προσωπική του πινελιά «παράνοιας» στο ρόλο του, που παρόλο που παίζει έναν από τους καλούς, είναι ξεκάθαρο ότι ακόμη κι αυτός μοιράζεται λίγη από την τρέλα των ασθενών του. Όπως το θέτει ο ίδιος σε ένα διάλογό του με τον Δρ Porter, «δεν υπάρχουν τρελοί εδώ Δρ. Όλοι είναι σε διακοπές».
Εντάξει, ίσως να είμαι κομματάκι υπερβολικός με το 4/5, μιας και αναπόφευκτα υπάρχουν αρκετά αμήχανα σημεία στο σενάριο και στην εξέλιξη της πλοκής, ιδίως στην τεκμηρίωση των κινήτρων των 3 ψυχοπαθών, αλλά από την άλλη μεριά, δεν είναι τίποτα που ένας καλός οπαδός του σινεμά τρόμου δεν μπορεί να συγχωρήσει. Όλα έρχονται σε ισορροπία με τις φοβερές ερμηνείες, τον πολύ καλό ρυθμό και τη σκοτεινή, απειλητική ατμόσφαιρα που επικρατεί από την αρχή ως το τέλος του ALONE IN THE DARK. Κάποιες κοντρολαρισμένες σκηνές gore και βίας ανάβουν τα αίματα ακόμα περισσότερο, μέχρι το πανέξυπνο, κατά τη γνώμη μου φινάλε, που καταφέρνει να μην πέσει στις γνωστές παγίδες και κλισέ του είδους και προκαλεί γνήσια έκπληξη στο θεατή.
Τι άλλο να πω; Εγώ προσωπικά είμαι fan του ALONE IN THE DARK από μικρός όταν το είχα πρωτοδεί σε σκονισμένη VHS κόπια, που είχε κυκλοφορήσει στη χώρα μας χωρίς περικοπές και λογοκρισία. Ως εκ τούτου, οφείλω να το συστήσω σε όλους εσάς που ψάχνετε τα ξεχασμένα παρελθοντικά διαμάντια του σινεμά τρόμου σαν μια άκρως ψυχαγωγική ταινία. Ίσως οι παρουσίες των Palance, Landau και Pleasence να αρκούν ως εγγύηση ψυχαγωγίας, αλλά το ALONE IN THE DARK έχει ακόμα αρκετά στοιχεία για να κάνει τους φίλους του τρόμου να αφήσουν την προβολή με το χαμόγελο ικανοποίησης ότι τα 90 λεπτά διάρκειας της ταινίας πέρασαν πάρα πολύ καλά. |