Σχόλια: "Today I’m dirty, but tomorrow I will be just dirt".
Καλώς ήρθατε στον κόσμο του Lothar Schramm. Έναν κόσμο δύσκολο και απρόσιτο για τους περισσότερους, όχι όμως και για τον δημιουργό του NEKROMANTIK, Jorg Buttgereit.
Μετά το NEKROMANTIK 2 οι Jorg Buttgereit και Franz Rodenkirchen θέλησαν να κάνουν μια ταινία με θέμα τη ζωή ενός serial killer, αλλά να την προσεγγίσουν τελείως διαφορετικά απ’ ότι οι περισσότερες ταινίες του είδους μέχρι τότε.
Με τα λεγόμενα του ίδιου, που αναφέρονται στο συλλεκτικό δισέλιδο της DVD έκδοσης της Barrel Entertainment, «οι περισσότερες ταινίες με serial killers που είχαμε δει ασχολούνταν πιο πολύ με τη ζωή κάποιων αστυνομικών που προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα γιατί η γυναίκα τους τους παράτησε. Στο τέλος στριμώχνουν τον κακό, τον κλείνουν στη φυλακή, και ο κόσμος σώζεται....Εμείς ενδιαφερόμαστε πιο πολύ να μάθουμε τι γίνεται στο μυαλό του κακού της ιστορίας, αφού έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει. Οπότε συγκεντρώσαμε το ενδιαφέρον μας στον Schramm τον άνθρωπο, τον ερημίτη και τις ενοχές του, που αναζητά την αγάπη σε ένα κόσμο τόσο μακριά. Αλλά μην εμπιστεύεστε το όραμά του. Το μυαλό του είναι ένα πολύ παράξενο μέρος.»
Αυτό το απόσπασμα συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία του SCHRAMM, και είναι κατά κάποιο τρόπο η σύνοψη της ταινίας, που είναι ένα άκρως προσωπικό ψυχογράφημα δοσμένο με το πολλές φορές μακάβριο όραμα του Jorg Buttgereit.
Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι το SCHRAMM δεν είναι καθαρή ταινία τρόμου, ούτε έχει καμία σχέση με το NEKROMANTIK. Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως art house exploitation, στο ύφος του I STAND ALONE, χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερη επαφή ούτε μ’ αυτό. Το πλησιέστερο που είδα τόσο θεματικά όσο και από πλευράς εικόνων είναι το DAHMER, χωρίς όμως να φτάνει σε καμία περίπτωση τη δύναμη και την πολυπλοκότητα του SCHRAMM.
Η αφήγηση του SCHRAMM κινείται γύρω από την τελευταία μέρα ζωής του ομώνυμου χαρακτήρα, που ερμηνεύεται πολύ καλά από τον Florian Koerner von Gustorf. Στην αρχή, με τη συνοδεία της εκπληκτικής πραγματικά μουσικής των Max Muller και Gundula Schmitz, μαθαίνουμε από το πρωτοσέλιδο εφημερίδας για τον «μοναχικό θάνατο του lipstick killer», με τη φωτογραφία του Schramm από κάτω. Μετά από ένα φευγαλέο πλάνο του ξαπλωμένου ανάμεσα σε λίμνες άσπρης μπογιάς και αίματος Schramm, το ταξίδι μας αρχίζει με τη μορφή συνεχών flashbacks του τι είχε προηγηθεί. Τα flashbacks αυτά δεν ακολουθούν κάποια συγκεκριμένη χρονική σειρά, αλλά συνήθως προτάσσονται πριν και μετά το φόνο των 2 ευαγγελιστών, που κάνουν το λάθος να χτυπήσουν την πόρτα του Schramm. Οπότε η αφήγηση πηγαίνει μπρος- πίσω στο χρόνο συνεχώς, κάνοντας το SCHRAMM κάπως δυσνόητο με την πρώτη προβολή. Μέσω πληθώρας ανησυχητικών, σκληρών και πολλές φορές αηδιαστικών εικόνων, ο Buttgereit μας βάζει κυριολεκτικά μέσα στο μυαλό του Schramm. Γενικά είναι σεξουαλικά καταπιεσμένος, με φόβο για τις γυναίκες, που μετουσιώνεται σε αδυναμία του να εκφράσει τα πραγματικά του συναισθήματα για τη φίλη και γειτόνισσα του Monika M. ("ΝEKROMANTIK 2"), που ερμηνεύει την πόρνη που εμπιστεύεται μεν τυφλά τον Schramm, αλλά όχι για εραστή της. Αυτή του ζητάει να τη συνοδεύσει για προστασία σε μία έπαυλη που έχει προσκαλεστεί από 5 μεσήλικες, όντας αβέβαιη για το αν διατρέχει κάποιο κίνδυνο. Ο Schramm δέχεται, και μετά από τη φαινομενικά ακίνδυνη επίσκεψη, βγαίνουν για φαγητό. Στην επιστροφή, ο ήρωας μας συνεχίζει στο συνηθισμένο του μοτίβο, ρίχνοντας υπνωτικά χάπια στο ποτό της, και μετά όσο αυτή είναι αναίσθητη προχωράει πιο θαρραλέα γδύνοντάς την και παρατηρώντας την και βγάζοντας τα σεξουαλικά του απωθημένα όσο κοιμάται. Εντωμεταξύ, βομβαρδιζόμαστε από συνεχή οράματά του, κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου, όπου φαντάζεται μια τερατώδη γυναικεία μήτρα με κοφτερά δόντια έτοιμη να τον κατασπαράξει.
Βρίσκοντας λίγο χρόνο πηγαίνει στον οδοντίατρο, και εκεί έχει άλλη μία παραίσθηση που έχει να κάνει με δραστική εγχείρηση ματιού, που μαζί με μια φοβερή σκηνή όπου εκνευρισμένος από την ανικανότητά του να λειτουργήσει σωστά σεξουαλικά, καρφώνει το πέος του στο τραπέζι, είναι οι δύο πιο δυνατές σκηνές από πλευράς gore στην ταινία.
Πάντως εγώ προσωπικά πάγωσα στο τελευταίο πλάνο του SCHRAMM, που δείχνει τη Monika M. δεμένη και φιμωμένη μέσα στην έπαυλη που ξαναπήγε μόνη της, αφού ο Schramm λόγω του ατυχήματός του δεν μπόρεσε να τη συνοδεύσει. Πολύ απαισιόδοξο τέλος, χωρίς αμφιβολία, αλλά ταιριάζει γάντι στο όλο κλίμα του SCHRAMM.
Γενικά, για τα μόλις 65 λεπτά που διαρκεί η ταινία, ο Jorg Buttgereit καταφέρνει ακόμα μια φορά να προκαλέσει μεγάλη αίσθηση και πιθανώς αποστροφή. Το SCHRAMM είναι δύσκολο και σε πολλά σημεία δυσάρεστο, αλλά κανείς πρέπει να αναγνωρίσει τη δύναμή του, όπως και την σκηνοθετική ικανότητα του Buttgereit να παρουσιάζει τους χαρακτήρες του με ένα μοναδικό ύφος.
Η μουσική, όπως και στο NEKROMANTIK, είναι εκπληκτική και δένει άψογα με τα δρώμενα, ενώ η ατμόσφαιρα είναι πλούσια και βοηθιέται από την σκοτεινή και απαισιόδοξη φωτογραφία του Manfred O. Jelinski.
Εγώ προσωπικά συστήνω ανεπιφύλακτα το SCHRAMM σε όλους τους αναγνώστες του site, αλλά καλό είναι να είστε προετοιμασμένοι για περίπλοκη ψυχαγωγία, με πολλές κρυφές πτυχές, που δεν έχει τίποτα να κάνει με καθαρά exploitation ταινίες που συνήθως μας απασχολούν. Το SCHRAMM είναι σίγουρα Art House ταινία, αλλά ακόμα και σαν τέτοια, δε νομίζω ότι θα εκτιμηθεί από το κοινό των ταινιών του Gaspar Noι ή ακόμα και του Takashi Miike. Το SCHRAMM απευθύνεται κατά κανόνα στο κοινό του τρόμου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μια ακόμα ταινία χαβαλέ με πολύ splatter, γιατί απλά δεν είναι. Είναι παράξενο, δυσκολοχώνευτο και μακάβριο, και γυρισμένο με φινέτσα και art house αισθητική που μόνο ο Jorg Buttgereit μπορεί να μεταδώσει.
Δώστε του μια ευκαιρία, αλλά προσεκτικά. |