Η μικρή Lacey γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του φίλου της μητέρας της από τον αδελφό της Jake μέσα από ένα καθρέφτη. 20 χρόνια μετά, το πνεύμα του δολοφονημένου που έχει συγκεντρωθεί στον καθρέφτη, ζητάει εκδίκηση.
Σχόλια:
O Γερμανός σκηνοθέτης Ulli Lommel, προστατευόμενος του καθολικά σεβαστού Rainer Werner Fassbinder, και σκηνοθέτης του αναγνωρισμένου από κριτικούς και κοινό TENDERNESS OF THE WOLVES (1974), άρχισε την καριέρα του με παρόμοιες δουλειές κυρίως στον Art House χώρο. Η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται όταν μεταφέρθηκε στη Αμερική για να σκηνοθετήσει δύο ταινίες για τον Andy Warhol (Blank Generation και Cocaine Cowboys). Όμως η ενασχόλησή του με αυτά τον έκανε να θέλει να δημιουργήσει κάτι δυνατότερο, πιο «ενεργητικό», και κατά συνέπεια πιο εμπορικό.
Το THE BOOGEY MAN είναι η πρώτη προσπάθεια του Lommel σε exploitation περιοχές, προσπαθώντας να κερδίσει κι αυτός κάτι από την τεράστια εμπορική επιτυχία του HALLOWEEN, που εκείνη την εποχή ήταν «μάθημα» για όλους τους ανεξάρτητους δημιουργούς. Ρίχνει λοιπόν και λίγα στοιχεία από EXORCIST και άλλες ταινίες με θέμα το υπερφυσικό, και φτιάχνει ένα παράξενο υβρίδιο τυπικού slasher και ιστορίας δαιμονισμού, που αν και έχει αρκετό ενδιαφέρον, παραμένει άνισο.
Η ταινία δεν κατάφερε να γλιτώσει την έξαρση της λογοκρισίας σε ταινίες τρόμου της εποχής, ιδίως στη Μ. Βρετανία όπου και απαγορεύτηκε εξ ολοκλήρου για κάποιο διάστημα, αλλά όποιος το δει αμέσως θα αναρωτηθεί το γιατί. Σε καμία περίπτωση δε φτάνει στα επίπεδα σαδισμού και gore που οι περισσότερες exploitation παραγωγές που βγήκαν εκείνη την περίοδο προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν. Είναι ένα «καθαρό» έργο τρόμου, χωρίς χιουμοριστικές εκλάμψεις, που βασίζεται κυρίως στην ατμόσφαιρά του παρά σε σκηνές gore ή φτηνιάρικες μεθόδους που στόχο έχουν να ξαφνιάσουν το κοινό. Είναι μια ειλικρινέστατη ταινία, που παρ’ όλες τις κακοτοπιές της κατάφερε να ξεχωρίσει στην εποχή της.
Ο Ulli Lommel δημιουργεί πολύ καλή ατμόσφαιρα κρυφού τρόμου, που βοηθιέται από την μπάσα synthesizer μουσική του Tim Krog που θυμίζει λιγάκι την αντίστοιχη στο HALLOWEEN, από την επιβλητική σκοτεινή φωτογραφία των Jochen Breitenstein και David Sperling, και από την ονειρική μερικές φορές ποιότητα των δρώμενων.
Βεβαίως, το σενάριο δεν βοηθάει και πολύ προς αυτή τη κατεύθυνση, μιας και η φύση της ιστορίας ουσιαστικά προτρέπει την προσθήκη διάφορων εντελώς ανεξήγητων συμβάντων, που ωφελούν μεν την κλιμάκωση του τρόμου, αλλά την ίδια στιγμή προκαλούν μια αίσθηση δυσπιστίας στον θεατή, που δεν μπορεί να πάρει και τόσο στα σοβαρά αυτά που γίνονται. Συγκεκριμένα, ο Lommel αφήνει πολλά ερωτήματα σχεδόν αναπάντητα σχετικά με τον τρόπο που ο «Μπαμπούλας» του τίτλου μετενσαρκώθηκε στον καταραμένο καθρέφτη, ή για ποιο λόγο ο μουγκός Jake απέκτησε τέτοια φοβία με τους καθρέφτες, μιας και μόνο η αδελφή του ήταν μάρτυρας της δολοφονίας μέσω του καθρέφτη.
Αυτές είναι μόνο ορισμένες από τις ανακρίβειες που τελικά βοηθούν στο να δούμε κάποιες πολύ καλές περιττές σκηνές φόνων, που είναι και αρκετά αιματηρές έτσι ώστε να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των απανταχού οπαδών του τρόμου, που θέλουν το φαγητό τους με το αίμα του! Το φινάλε επίσης δε βοηθάει και πολύ, μιας και είναι απόλυτα αυθαίρετο και τελικά τετριμμένο, και δυστυχώς αντί να κάνει το θεατή να εκτιμήσει τα προηγούμενα δρώμενα, καταλήγει να τα απορρίπτει λογω της βιαστικής και παράλογης κλιμάκωσης.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Ulli Lommel είναι σίγουρα αξιοπρόσεκτη, και κατά κάποιο τρόπο ασυνήθιστη για ταινίες του είδους, μιας και μεταδίδει μια παράξενη αίσθηση που στοιχειώνει το θεατή, ενώ ενδιαφέρον έχει επίσης η ερμηνεία τόσο της Suzanna Love, που είναι πολύ καλή στο ρόλο της, όσο και η επιβεβλημένη εκείνη την εποχή παρουσία του John Carradine στο ρόλο του ψυχιάτρου της.
Γενικά, πρόκειται για ένα εντελώς ασυνήθιστο μίγμα που σίγουρα έχει τα υπέρ και τα κατά του, αλλά αξίζει κατά τη γνώμη μου την προσοχή των φίλων του είδους, αν όχι μόνο και μόνο για την ατμόσφαιρά του που είναι σχεδόν στοιχειωμένη και ανατριχιαστική καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά τουλάχιστον και για τον περίεργο τρόπο που ο Ulli Lommel πάντρεψε φαινομενικά αταίριαστα είδη (κυρίως slasher και δαιμονισμό) σε ένα άνισο μεν, αλλά σίγουρα πρωτότυπο έργο, που σήμερα η cult κοινότητα εκτιμάει αρκετά.
Τέλος να σημειώσω ότι το THE BOOGEY MAN γνώρισε άλλη μια συνέχεια το 1983, πάλι σκηνοθετημένη από τον Ulli Lommel, με τίτλο REVENGE OF THE BOOGEYMAN.
DVD Notes:
To THE BOOGEY MAN δεν έχει κυκλοφορήσει σε DVD στην Ελλάδα.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Η καλύτερη φαίνεται η R2 Γερμανίας (Marketing Film), η μοναδική με αναμορφική 1,85:1 μεταφορά, και περιλαμβάνει τόσο το Αγγλικό όσο και το Γερμανικό soundtrack.