Σχόλια: Ταινίες ηρωικής φαντασίας έχουν σταματήσει να κυκλοφορούν στις μέρες μας, αλλά τη δεκαετία του ’80 ήταν πάρα πολύ της μόδας και θυμάμαι το βίντεο κλαμπ της γειτονιάς μου να γεμίζει τα ράφια του με κλασσικά του είδους όπως το THE BEASTMASTER, THE SWORD AND THE SORCERER, τις περιπέτειες του Κόναν και πολλά άλλα. Όπως είναι φυσικό, ούτε το HAWK THE SLAYER μου είχε γλιτώσει εκείνη την εποχή, παρόλο που γενικά είναι μια άγνωστη παραγωγή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι το θυμόμουν και καθόλου. Οπότε έκατσα να το ξαναδώ μετά από τόσα χρόνια, και πραγματικά δεν το μετάνιωσα.
Πρόκειται για μια από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις ταινίας που όλα μα όλα της πάνε στραβά, αλλά κατά ένα περίεργο σχεδόν υπερφυσικό τρόπο το τελικό αποτέλεσμα είναι ντελιριακό και τόσο κακό που γίνεται πραγματικά υπέροχο.
Αν και ξεκινάει κάπως καλά και δεν προδιαθέτει το θεατή γι αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει τουλάχιστον στην αρχή, μετά από λίγο ο Terry Marcel το χάνει εντελώς. Το HAWK THE SLAYER δίνει την εντύπωση ότι είναι μια μίξη μεταξύ κακοφτιαγμένων Monty Pythons και αισθητικής ταινιών του Andy Warhol, αλλά χωρίς το γυμνό. Πραγματικά αν το τελικό αποτέλεσμα ήταν σχεδιασμένο να βγει έτσι τότε θα μιλούσαμε για ιδιοφυή σκηνοθεσία και στάση απέναντι στην παραγωγή, αλλά το ότι μάλλον προέκυψε στην πορεία έτσι κάνει το HAWK THE SLAYER διαχρονικό cult classic.
Ας ξεκινήσουμε από τις ερμηνείες. Που αλλού θα ξαναδείτε ερμηνεία της ποιότητας του John Terry, που είναι τόσο κακή που ακόμα κι ο συνονόματός του αμυντικός της Chelsea μάλλον θα τον ξεπερνούσε σ’ αυτόν τον τομέα. Ό,τι και να γίνει, το ύφος του John Terry παραμένει ατσαλάκωτο και χωρίς κανένα απολύτως ίχνος συναισθήματος, όπως ήταν σε ορισμένες ταινίες του ο μακαρίτης Charles Bronson. Ο Jack Palance από την άλλη, στον κλασσικό ρόλο του κακού Voltan φαίνεται να το διασκεδάζει πολύ, με ίσως την πιο υπερβολική και τραβηγμένη ερμηνεία της καριέρας του, που δεν μπορεί παρά να έγινε επίτηδες. Πραγματικά, οι αφιονισμένοι μονόλογοί του είναι ξεκαρδιστικοί, ενώ η φωνή του «σπάει» από την συνεχή προσπάθεια να παραδίδει τις ανεκδιήγητες ατάκες του χωρίς να γελάει.
Όσο για τους υπόλοιπους, είναι για γέλια και για κλάματα, αλλά ξεχωρίζει μια μικρή cameo εμφάνιση του Patrick Magee στο ρόλο ενός ιερέα που μάλλον ζήλεψε από τον Jack Palance και αποφασίζει να τον μιμηθεί με μια εξίσου υπερβολική ερμηνεία, ενώ ακόμα και η μούσα του Lucio Fulci, Catriona MacColl (THE BEYOND, CITY OF THE LIVING DEAD) έχει ένα μικρό ρόλο.
Η πλοκή είναι αμελητέα, αλλά προσφέρει άπλετες συγκινήσεις στον θεατή με την αφέλειά της, ενώ υποστηρίζεται από τραγελαφικά ειδικά εφέ που είναι στο πνεύμα όλου του εγχειρήματος.
Ένα άλλο σημείο αναφοράς είναι τα συνεχή πλάνα μέσα σε ομίχλη. Η μηχανή καπνού της παραγωγής πρέπει να παρέδωσε πνεύμα, αφού σχεδόν σε κάθε εξωτερικό πλάνο πλημμυρίζει από ομίχλη, με φοβερή έμπνευση να κάνουν το ίδιο και στις σκηνές μάχης, όπου είναι τόσο πυκνός ο καπνός που είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις τι γίνεται. Σε μια άλλη μάχη, ο καπνός δίνει τη θέση του σε ένα είδος χιονιού, πάλι με τα ίδια τραγελαφικά αποτελέσματα, ενώ η τελική μονομαχία μεταξύ Hawk και του αδελφού του Voltan είναι ένα από τα πολλά highlights του HAWK THE SLAYER, αφού είναι δοσμένη ολόκληρη σε... αργή κίνηση! Μιλάμε για εμπνεύσεις, όχι αστεία!
Μην ξεχάσω να αναφέρω για την μουσική, που είναι ντίσκο της δεκαετίας του ‘80, φανερά αταίριαστη με τον χαρακτήρα εποχής του HAWK THE SLAYER, αλλά καλύτερη επιλογή δεν θα μπορούσε να είχε γίνει σε αυτό το υπέροχα κακό κατασκεύασμα που κάθε φίλος του αντισυμβατικού σινεμά πρέπει να γνωρίσει.
Θέλετε άμυαλη ψυχαγωγία με πολύ αβίαστο γέλιο; Τότε το HAWK THE SLAYER είναι για εσάς. Μην κάνετε το λάθος όμως να το πάρετε στα σοβαρά, γιατί θα είναι καταδικαστικό. Αν όμως είστε διαβασμένος b- movie οπαδός, θα ανακαλύψετε ένα μικρό διαμάντι τρέλας και ανικανότητας στο HAWK THE SLAYER, που πραγματικά θα σας αφήσει με το στόμα ανοιχτό είτε από το γέλιο, είτε από την απορία.
Απλά μαγεία! |