HELL OF THE LIVING DEAD (1980) (Ιταλία, Ισπανία) Πρωτότυπος τίτλος: Virus A.K.A.: Cannibal Virus, Inferno dei morti-viventi, Night of the Zombies, Zombie Creeping Flesh, Zombie Inferno, Zombie of the Savanna Ελληνικός τίτλος: Ζόμπι Εναντίον Κανίβαλων
Μια νεαρή δημοσιογράφος μαζί με τον κάμεραμαν της πηγαίνουν στη ζούγκλα της Νέας Γουινέας όπου σμίγουν με μια ομάδα των ειδικών δυνάμεων για να καταπολεμήσουν τις ορδές των σαρκοφάγων ζωντανών νεκρών που έχουν κατακλύσει το χώρο.
Σχόλια:
Οι περισσότερες Ιταλικές ταινίες με ζόμπι που κυκλοφόρησαν τέλη δεκαετίας ΄70 μέχρι μέσα δεκαετίας ’80 είχαν «δανειστεί» πολλά από το DAWN OF THE DEAD, έτσι ώστε να προσπαθήσουν να αρπάξουν κάτι από την επιτυχία που είχε παγκοσμίως την εποχή.
Μάλιστα ορισμένες όπως το ZOMBIE 2 κατάφεραν να σταθούν από μόνες τους ως αυθεντικές δημιουργίες και όχι ως φτηνές αντιγραφές του DAWN OF THE DEAD. Η συνταγή ήταν απλή: δανείζονταν κομμάτια της υπόθεσης του DAWN, και τόνιζαν όσο ήταν δυνατό τα σπλάτερ εφέ. Το HELL OF THE LIVING DEAD του Bruno Mattei, όμως, πήγε ένα βήμα παραπέρα.
Όχι μόνο αντιγράφει πολλά σημεία της ταινίας του Romero, αλλά «δανείζεται» μέχρι και τη μουσική της, μαζί με κομμάτια από το CONTAMINATION του Luigi Cozzi και το BEYOND THE DARKNESS του Joe D’Amato! Το καλύτερο; Ο Bruno Mattei αναφέρεται στα credits της ταινίας ως Vincent Dawn! Το πιάσατε; Vincent D-A-W-N!!! Δεν είναι επιβεβαιωμένο ότι αυτός ήταν ο λόγος που ο συμπαθέστατος κατά τ’ άλλα Ιταλός σκηνοθέτης επέλεξε το συγκεκριμένο επίθετο, αλλά κρίνοντας από τη θορυβώδη παρουσία του σε άλλες διαβόητες ταινίες (όπως π.χ. το ZOMBI 3 που αρχικά θα σκηνοθετούσε ο Lucio Fulci), δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση.
Τι κριτική να κάνει κανείς για μια ταινία που χωρίς τύψεις χρησιμοποιεί πλάνα ντοκιμαντέρ στυλ National Geographic από μια ταινία του 1972 για να μας δώσει την εντύπωση ότι οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στη ζούγκλα των Παπούα σε χωριά ξεχασμένων φυλών. Αμ δε! Ο κος Dawn αποτυγχάνει παταγωδώς, καταστρέφοντας παράλληλα ότι άλλο θα μπορούσε να πηγαίνει καλά στο HELL OF THE LIVING DEAD. Τα προσαρτημένα πλάνα είναι φανερά αταίριαστα με τα υπόλοιπα, και απλά κάνουν την ταινία υπερβολικά αργή και βαρετή. Τώρα που το σκέφτομαι, το HELL OF THE LIVING DEAD στην πλήρη έκδοση του είναι 103 λεπτά περίπου. Αν ο Mattei δεν έβαζε αυτά τα πλάνα το αποτέλεσμα θα ήταν μία ταινία περίπου 75 λεπτών, που είναι απόλυτα αποδεκτή διάρκεια για μία ταινία με ζόμπι. Δεδομένου επίσης της πολύ μεγάλης ποσότητας ρεαλιστικότατων εντοσθίων, κανιβαλισμού και κουβάδων αίματος, το HELL OF THE LIVING DEAD θα μπορούσε να είναι ένα μικρό THE NIGHTS OF TERROR. Όχι κανένα αριστούργημα, δηλαδή, αλλά μία ταινία με χαβαλέ, ρυθμό και πολύ gore.
Μιλώντας για ρεαλισμό στα gore εφέ, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για το υπόλοιπο HELL OF THE LIVING DEAD. Η ιστορία ξεκινάει σε ένα εργοστάσιο βιοχημικού καθαρισμού στη Νέα Γουινέα, όπου λαμβάνει χώρο ένα επιστημονικό πείραμα με τίτλο "Sweet Death", το οποίο σε γενικές γραμμές ευθύνεται για τη ανάσταση των νεκρών, με αφετηρία το πρώτο ποντίκι- ζόμπι που έχουμε δει ποτέ σε ταινία. Φαίνεται ότι ο κύριος Dawn έχει κάποιου είδους ψύχωση με τα μικρά τρωκτικά, αφού λίγα χρόνια αργότερα γύρισε το τραγικό RATS – NIGHT OF TERROR, που ο ίδιος μάλιστα θεωρεί από τις καλύτερες ταινίες του.
Η άφοβη δημοσιογράφος Margit Evelyn Newton καταφθάνει στη Νέα Γουινέα για να ανακαλύψει τα γεγονότα της ιστορίας. Εκεί συναντιέται με την ξεπατικωμένη από το DAWN OF THE DEAD ομάδα ειδικών δυνάμεων, και η μάχη με τους ζωντανούς νεκρούς αρχίζει. Εννοείται όσο την αφήνουν τα πανταχού παρόντα προσαρτημένα πλάνα ιθαγενών απ’ όλο τον κόσμο, τα οποία είναι και ο αληθινός πρωταγωνιστής της ταινίας.
Οι ηθοποιίες είναι τουλάχιστον ομοιόμορφα κακές σε όλη τη διάρκεια του HELL OF THE LIVING DEAD, με σημαιοφόρους το μπρατσόνι αρχηγό της ομάδας ειδικών δυνάμεων που υποδύεται ο Josι Gras, και τον επίσης κοπιαρισμένο από το DAWN OF THE DEAD χαρακτήρα του Franco Garofalo που δίνει ρεσιτάλ υπερβολικής και σε ορισμένα σημεία ξεκαρδιστικής ερμηνείας καθώς επιτίθεται μόνος του σε στρατιές ζόμπι αποκαλώντας τα «άμυαλες μαϊμούδες» και «βρωμερούς μπάσταρδους». Φυσικά, τα σαρκοφάγα δαιμόνια δεν το εκτιμούν αυτό, και τιμωρούν τον ατρόμητο Garofalo με τη χάρη που ταιριάζει στις διατροφικές τους συνήθειες.
Πάντως παρ’ όλο το θάψιμο που αναμφίβολα αξίζει στο HELL OF THE LIVING DEAD, είναι δίκαιο να αναφέρουμε ότι έχει κάποια στοιχεία υπέρ του. Συγκεκριμένα η μουσική των Goblin, αν και είναι απροκάλυπτα κλεμμένη από τα DAWN OF THE DEAD και CONTAMINATION και BEYOND THE DARKNESS ταιριάζει πολύ καλά στην ταινία, και προσθέτει κάτι σ’ αυτό το κατασκεύασμα. Επίσης τα σπλάτερ εφέ είναι συχνότατα και σε ορισμένες στιγμές πολύ δυνατά, συμπεριλαμβανόμενου και του μέικ απ ορισμένων ζόμπι. Αυτό που όμως κάνει μπαμ στο HELL OF THE LIVING DEAD είναι οι σκηνές ανεπιτήδευτου χιούμορ που πηγάζουν από τον χωρίς λογική διάλογο. Σε μια σκηνή που αναμφίβολα ξεχωρίζει, οι Josι Gras και Franco Garofalo αμέσως αφού κατάφεραν να γλιτώσουν από τα δόντια των ζόμπι, συζητάνε στο αμάξι, και ο Gras ρωτάει τον Garofalo «Τι ύφος είναι αυτό; Σε τρώει τίποτα;»! Φοβερά πράγματα!
Βλέποντας το HELL OF THE LIVING DEAD σήμερα και έχοντας υπ’ όψη την ιστορία των Ιταλικών ταινιών ζόμπι, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί αυτό το κατασκεύασμα απέκτησε cult φήμη, και αναφέρεται σε δημόσιες συζητήσεις από άτομα όπως τον «πολύ» Quentin Tarantino.
Βοήθησε και προς αυτό η όχι και πολύ καλή αντιμετώπισή του από τις λογοκριτικές αρχές διαφόρων χωρών όπως η Μεγ. Βρετανία, όπου είχαμε λογοκρισία αλλά και απαγορεύσεις της κυκλοφορίας της strong uncut version. Σε γενικές γραμμές, εγώ την κατατάσσω μέσα στις πιο αδύναμες ταινίες του είδους, αλλά θα την σύστηνα στους φίλους του είδους για ιστορικούς, κυρίως λόγους, αλλά και επειδή πιστεύω ότι χωράει στην κατηγορία «τόσο κακό που είναι καλό».
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να δείτε, ιδίως αν δεν έχετε ασχοληθεί ποτέ με το «φαινόμενο» Bruno Mattei.
DVD Notes:
Η ταινία κυκλοφόρησε πρόσφατα σε DVD από την Odeon.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Καλύτερη φαίνεται η Αμερικάνικη R0, η μόνη με αναμορφική 1.85:1 widescreen μεταφορά, και με extras το trailer και ένα ντοκιμανταιράκι – συνέντευξη του Bruno Mattei.