5 γιατροί ξεκινούν για πεζοπορία στα αφιλόξενα βουνά του Καναδά αλλά βρίσκονται να μάχονται για τη ζωή τους όταν γίνονται στόχος ενός άγνωστου.
Σχόλια:
Η γλυκόπικρη μελαγχολική μουσική των πρώτων πλάνων προδιαθέτει τους πιο έμπειρους exploit-άδες για σκληρή εμπειρία που προκύπτει και από την φήμη αυτής της γυρισμένης εξ ολοκλήρου σε άγριες βαλτώδεις τοποθεσίες του Καναδά παραγωγής που θεωρείται από τις δυνατές ταινίες επιβίωσης της δεκαετίας του 70. Η γυρισμένη το 1976 παραγωγή ταλαιπωρήθηκε διαχρονικά κατ' αρχάς με καθυστέρηση 2 χρόνων στην κυκλοφορία της αλλά και με λογοκρισία που έγινε 5 χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ όταν και επανακυκλοφόρησε με τον τίτλο The Creeper, χάνοντας κοντά 12 λεπτά από τη διάρκειά της. Η συγκεκριμένη εκδοχή κράχτηκε αλύπητα και σωστά από κριτικούς και κοινό, υποβαθμίστηκε στο Public Domain αλλά έκανε αρκετή ζημιά στην πλήρη εκδοχή με τον αινιγματικά τίτλο RITUALS, τα αρνητικά της οποίας χάθηκαν μυστηριωδώς και έτσι η ταινία πέρασε στην λησμονιά και στην σχεδόν μυθική υπερβολή από όσους την θυμόντουσαν.
Τα HD χρόνια, η μικρή και διαχρονικά υποτιμημένη εταιρία παραγωγής Code Red βάλθηκε να συγκεντρώσει όλες τις πηγές και τελικά κυκλοφόρησε αρχικά σε DVD και αργότερα σε ακόμα καθαρότερο Blu Ray μια πλήρη εκδοχή της, που σταμάτησε την συνεχή υποτίμησή της και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους δίνοντας στο RITUALS τη θέση που δικαιωματικά θα έπρεπε να έχει εξ αρχής, δηλαδή στα "ψηλά ράφια" των θρίλερ επιβίωσης. Πρόκειται κατά βάση για περιπετειώδες θρίλερ με αρκετά τονισμένο το δραματικό στοιχείο αλλά και στοιχεία πρώιμου slasher να δίνουν το κάτι παραπάνω σε μια κατά τ' άλλα κλασική ιστορία επιβίωσης με φανερές επιρροές από το DELIVERANCE με το οποίο συχνά- πυκνά συγκρίνεται.
Η υπόθεση αφηγείται την ιστορία 5 γιατρών που πάνε σε βαλτώδη περιοχή στη μέση του πουθενά για πεζοπορία 15 μιλίων και ψάρεμα, μέσα από "σκατά κάθε είδους" όπως τους προειδοποιεί με στιλ ο ντόπιος οδηγός ελικοπτέρου που τους αφήνει στον προορισμό. Το πρώτο βράδυ περνάει εν μέσω συνεχόμενης γκρίνιας για τις κακουχίες, καβγάδες, κακόγουστες φάρσες και ιατρικού ενδιαφέροντος συζητήσεις, όμως το πρωί μια δυσάρεστη έκπληξη περιμένει τους φίλους μας που δεν βρίσκουν τις μπότες πεζοπορίας τους. Ο μοναδικός που έφερε δεύτερο ζευγάρι παπουτσιών είμαι ο DJ (Gary Reineke) και ξεκινάει για το πλησιέστερο φράγμα με την ελπίδα να βρει κόσμο εκεί που μπορεί να βοηθήσει.
Οι υπόλοιποι μένουν πίσω, αλλά το φρεσκοκομμένο κεφάλι ενός ελαφιού με ένα φίδι στη βάση του που ξεκάθαρα θυμίζει το ιατρικό σήμα και ανακαλύπτει ο Abel (Ken James) ταράζει την παρέα που αρχίζει να πιστεύει ότι κάποιος τους παραμονεύει και ευθύνεται για την απώλεια των παπουτσιών τους. Κάθε αμφιβολία εξαφανίζεται όταν ένα ιπτάμενο προς την κατεύθυνσή τους μελίσσι σκοτώνει τον Abel ενώ ο Marty (Robin Gammell) προλαβαίνει να δει μια άγνωστη ανθρώπινη φιγούρα. Ο Mitzi (Lawrence Dane) προτείνει να ψάξουν να τον βρουν όμως ο Harry (Hal Holbrook) πολύ λογικά λέει ότι ούτε ξέρουν ποιος ούτε πόσοι είναι. Οι 3 τους χωρίς παπούτσια και οπλισμένοι μόνο με ένα τσεκούρι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι πρέπει να παλέψουν σκληρά για να βγουν ζωντανοί από την αφιλόξενη φύση.
Οι κάπως υπερβολικοί διάλογοι που κυριαρχούν από τα πρώτα λεπτά δείχνουν την ξεκάθαρη επιδίωξη του σκηνοθέτη Peter Carter και του σεναρίου να δώσει περισσότερη υπόσταση στους χαρακτήρες και να κάνει την ταινία πιο ρεαλιστική. Αυτό το πετυχαίνουν εν μέρη, όμως την ίδια στιγμή οι χαρακτήρες των γιατρών γίνονται αρκετά αντιπαθείς σε σημείο που, τουλάχιστον αρχικά, τα πάθη τους μάλλον καλωσορίζονται από τους θεατές που δεν έχουν και πολλά να μοιραστούν με 5 κακομαθημένους, μονόχνοτους προνομιούχους ανθρώπους που δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν με το χρόνο τους από αυτές τις μοδάτες διακοπές.
Όσο προχωράει όμως η προβολή, το σενάριο του Ian Sutherland που είναι το πρώτο της καριέρας του, δίνει περισσότερα στοιχεία για τον χαρακτήρα του καθενός και σε συνδυασμό με τις σκληρές δοκιμασίες τους καταφέρνει και αλλάζει την αρχική εντύπωση με ωραίο τρόπο κάνοντας τον θεατή να συμπάσχει με τους πρωταγωνιστές. Πάντως σε τακτά χρονικά διαστήματα έχουμε αρκετές μεταξύ τους τριβές που γίνονται λίγο κουραστικές κυρίως λόγω των αταίριαστων μέσα στην σιγαλιά της άγριας φύσης αγριοφωνάρων τους. Επίσης ορισμένες στιγμές η δράση αντί να για πιο ρεαλιστική γίνεται τραβηγμένη και παράλογη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σκηνή που συνειδητοποιούν ότι είναι κυνηγημένοι και εκεί που πρέπει να συγκεντρωθούν μπας και τη γλιτώσουν αυτοί τσακώνονται σαν τα κοκόρια όλο και περισσότερο και πίνουν σαν νερόφιδα ουστιασικά δίνοντας κι άλλο αβαντάζ στον κυνηγό τους.
Ο τελευταίος όπως και τα στοιχεία slasher του RITUALS βρίσκεται πάντα σε δεύτερο πλάνο, σπανίως φαίνεται από την αεικίνητη κάμερα και αυτό δημιουργεί μια επιτυχημένη ατμόσφαιρα συνεχής υποβόσκουσας απειλής και τρόμου πολύ πιο αποτελεσματικά απ' ότι σε πιο ευθείς ταινίες slasher που ποντάρουν στους φόνους και το gore, όπως για παράδειγμα το παρόμοιο σε κάποια σημεία και περιέργως γνωστότερο αλλά σίγουρα κατώτερο JUST BEFORE DAWN. Στο RITUALS δεν βλέπουμε ποτέ live φόνους, ενώ και τα αποτελέσματα παρουσιάζονται με πιο νηφάλιο αλλά υπερ-σκοτεινό τρόπο κάτι που σε συνδυασμό με το ακραία αφιλόξενο και εχθρικό περιβάλλον άγριας φύσης που μοιάζει όλο και πιο απειλητικό όσο περνάει η ώρα, αυξάνουν την αίσθηση τρόμου και απόγνωσης σε δυσθεώρητα ύψη, ιδίως πλησιάζοντας προς το φινάλε.
Αυτό όταν έρχεται είναι δυνατό, αν και προβλέψιμο και λίγο τραβηγμένο, αλλά δεν καταφέρνει ούτε στο ελάχιστο να χαλάσει αυτό που προηγήθηκε που δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό την υστεροφημία της ταινίας. Σ' αυτό βοηθούν και οι ερμηνείες πρώτης γραμμής από τους περισσότερους πρωταγωνιστές και ιδίως των Hal Holbrook και Lawrence Dane που είναι τα μεγαλύτερα ονόματα του cast και βγάζουν καθαρά την απόγνωση και τρόμο των χαρακτήρων τους με τρομακτικό σε κάποια διαστήματα ρεαλισμό. Οι ερμηνείες τους σίγουρα είχαν αρκετή αλήθεια μέσα αφού δύσκολα να μην πέρασαν πραγματικά άσχημα με αρκετές από τις κακουχίες που πέρασαν στα γυρίσματα, κάτι που επιβεβαίωσε και σε μελλοντική του συνέντευξη ο επίσης παραγωγός της ταινίας, Lawrence Dane.
Γενικά πρόκειται για μια ταινία που δεν της λείπουν και αρκετά αρνητικά και σε καμία περίπτωση δεν είναι τέλεια δουλειά, αλλά προσωπικά θεωρώ ότι δίκαια συγκρίνεται με το καθολικά αναγνωρισμένο "DELIVERANCE" το οποίο μάλιστα καταφέρνει και ξεπερνάει σε κάποια σημεία και ιδίως στο κομμάτι θρίλερ- τρόμου. Μια καθ' όλα άξια, καλοφτιαγμένη και γεμάτη ένταση ταινία επιβίωσης που προσωπικά συστήνω ανεπιφύλακτα, αρκεί κανείς να αποφύγει τις πετσοκομμένες εκδοχές και να επιλέξει την full uncut βερσιόν της που, κακά τα ψέματα, κάνει όλη την διαφορά.
DVD Notes:
Δεν υπάρχουν κυκλοφορίες στη χώρα μας.
Διεθνείς DVD εκδόσεις:
R0 Αμερική (Code Red) R0 Αμερική (Mill Creek) - Drive-In Movie Classics 50 movie pack R2 Γερμανία (X-Rated Kult) - DVD & Blu Ray combo
Blu Ray Αμερικής (Code Red) - Region Free Blu Ray Γερμανίας (X Rated Kult) - Περιοχής Β - Blu Ray & DVD combo
Η έκδοση της Mill Creek περιέχει την εκδοχή με τίτλο THE CREEPER και έχει αρκετά λεπτά περικοπών. Οι υπόλοιπες εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Οι 2 HD έχουν την κορυφαία ποιότητα εικόνας και ήχου αλλά αυτή της Code Red υπερέχει στα extras.