Σχόλια: 
Πρώτη ταινία για την θρυλική Empire Pictures του Charles Band που εκτός από παραγωγός αναλαμβάνει και το τιμόνι της σκηνοθεσίας σ' αυτή την low budget γυρισμένη το 1981 ταινία ανεκπλήρωτου έρωτα, κατάρας και υπερφυσικού τρόμου. Αρκετά από τα στοιχεία που συναντάμε σε μεταγενέστερες παραγωγές της εταιρίας είναι παρόντα κι εδώ, όπως παρών είναι και ο γνωστός κυρίως από το έπος εκδίκησης THE EXTERMINATOR, Robert Ginty σε έναν εκ των πρωταγωνιστικών ρόλων. Δυστυχώς η ταινία δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων παρά μόνο σε λίγες στιγμές της, παρόλο που η υπόθεση της δίνει τις πρώτες ύλες για κάτι πραγματικά καλό.
Το έτος 1871 ο Aaron McCullen (Robert Ginty) προσπαθώντας να σώσει τη γυναίκα του Anna (Lucinda Dooling) από την επήρεια του σατανικού Αλχημιστή DelGatto (Robert Glaudini) κατά λάθος την σκοτώνει, κάτι που προκαλεί την κατάρα του Αλχημιστή που καταδικάζει τον Aaron "γι αυτή τη ζωώδη πράξη, να παραμείνει για πάντα ένα ζώο για όλη την αιωνιότητα". 85 χρόνια αργότερα, ο καταραμένος Aaron μεταμορφώνεται σε ενός είδους κτηνάνθρωπο και όταν έχει την ανθρώπινη υπόστασή του τον φροντίζει σε μια καλύβα στο δάσος η ηλικιωμένη πλέον κόρη του Esther (Viola Kates Stimpson). Εντωμεταξύ η σερβιτόρα Lenora (πάλι η Lucinda Dooling) οδηγεί στην περιοχή μαζί τον Cameron (John Sanderford) που έκανε ωτοστόπ. Η Lenora αρχίζει να έχει οράματα ενώ μια αόρατη δύναμη οδηγεί αυτήν και τον συνεπιβάτη στη συνάντηση με τον με ανθρώπινη μορφή Aaron που την αναγνωρίζει ως τη χαμένη του σύζυγο Anna όπως κι αυτή ως τον άνθρωπο στα οράματά της, όπως και η Esther, κάτι που την κάνει να υποπτευθεί ότι Aaron και Esther πιστεύουν ότι είναι η μετενσάρκωση της νεκρής Anna.
Η υπόθεση ενώ είναι ξεκάθαρη, για κάποιο λόγο παρουσιάζεται από το σενάριο μπερδεμένα και ακατανόητα, σαν να πρόκειται για κάποιο δυσεπίλυτο πρόβλημα πυρηνικής φυσικής. Η τάση του σεναρίου του Alan J. Adler (PARASITE, RAGEWAR) να χωρέσει πολλά στα περίπου 83 λεπτά της προβολής βλάπτει τον ρυθμό, όπως και το παράξενο στιλ σκηνοθεσίας του Charles Band που ανέλαβε τα ηνία πίσω από την κάμερα από τον αρχικό σκηνοθέτη που απολύθηκε λίγο μετά την έναρξη των γυρισμάτων. Αποτέλεσμα είναι μια ταινία χωρίς ρυθμό, που πηδάει από το ένα σεναριακό θέμα στο άλλο χωρίς να συγκεντρώνεται ικανοποιητικά σε κάποιο.
Έχουμε την αρχική θεματική της κατάρας του Αλχημιστή, χωρίς ο θεατής να νιώθει το αντίπαλο δέος καθώς ο σατανικός Αλχημιστής που έδωσε τον τίτλο στην ταινία εμφανίζεται ελάχιστα και χωρίς ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη. Μετά από λίγο το σενάριο μας δείχνει τον Aaron μεταμορφωμένο σε ενός είδους κτηνάνθρωπο και πάλι σε άνθρωπο σε στιλ Δρ. Τζέκυλ και κύριου Χάιντ, μετά έρχεται μια μαγική τελετή από την υπερήλικη πλέον κόρη του που φαίνεται να κάνει κάποια επίκληση σε σκοτεινές δυνάμεις με αντάλλαγμα την ψυχή του πατέρα της, ο οποίος εντωμεταξύ έχει παραμείνει νέος όπως ήταν τον 17ο αιώνα.
Μετά μπαίνει στην εξίσωση και η Leonora που αρχίζει ένα αμόρε με τον Cameron αλλά που κάνει και τα γλυκά μάτια στον Aaron, μετά έχουμε μια αγνώστου προελεύσεως πύλη στο άγνωστο να ανοίγει και κερατοφόρα δαιμόνια να ξεπηδούν και άλλα τέτοια ωραία. Σαν να μην έφταναν αυτά, η επιλογή να τοποθετηθεί η δράση υποτίθεται στην δεκαετία του '50 δεν εχει καμία λογική και ούτε φαίνεται από κάτι εκτός ίσως του αυτοκινήτου της Lenora που πιθανότατα περίσσεψε από κάποια προγενέστερη παραγωγή του Charles Band και ήθελε ντε και καλά να χρησιμοποιήσει.
Όλα ακούγονται παράδοξα και στα όρια του παραλογισμού, λες και ο σεναριογράφος είχε 41 πυρετό με παραισθήσεις την ώρα που έγραφε και απλώς έκανε καταγραφή του τι συνέβαινε στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή, χωρίς συνοχή, κάποια λογική συνέχεια ή εστίαση. Πάντως όταν ο θεατής μοιραία αρχίζει και συνηθίζει αυτό το στιλ και η ταινία το γυρίζει σε ένα τυπικό ύφος υπερφυσικού τρόμου πρωταγωνιστών εναντίον δαιμόνων, το THE ALCHEMIST αρχίζει να βλέπεται, ενώ μυστηριωδώς η υποπλοκή του ανεκπλήρωτου έρωτα του Aaron με την Anna, όπως και η τραγική σχέση με την κόρη του δίνει έναν δραματικό τόνο στο όλο εγχείρημα.
Σίγουρα η φοβερή μουσική του πάντα αξιόπιστου και διαχρονικά αδικημένου Richard Band παίζει μεγάλο ρόλο στο να τονίζει τα όποια θετικά της παραγωγής, με το βασικό μουσικό θέμα να κολλάει στο μυαλό και να κάνει τον θεατή να ξεχνάει τον αχταρμά που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του όσο ακούγεται. Η μουσική μαζί με τις πολύ καλές για τα δεδομένα της παραγωγής ερμηνείες των περισσότερων πρωταγωνιστών που κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να ανυψώσουν τους γενικά τετριμμένους χαρακτήρες που υποδύονται, όσο και τις τοποθεσίες που επέλεξε η ομάδα παραγωγής δημιουργούν ατμόσφαιρα από το πουθενά και κάνουν την εμπειρία του THE ALCHEMIST κάπως πιο ευχάριστη.
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, διάσπαρτα στοιχεία που εμφανίζονται ξανά και ξανά σε παραγωγές της Empire και μεταγενέστερα της Full Moon είναι παρόντα, όπως τα δαιμόνια, οι τελετές μαύρης μαγείας, οι πύλες στο υπερπέραν και άλλα. Στο φινάλε όλα βαίνουν καλώς, με happy end συνοδευόμενο από αδέξια αλλά καλοφτιαγμένα εφέ του πολύπειρου Jack Rabin στην τελευταία κινηματογραφική δουλειά της 35χρονης καριέρας του, που όπως και τα περισσότερα οπτικά, gore και εφέ μακιγιάζ είναι αρκετά συμπαθητικά για τον δεδομένα χαμηλό προϋπολογισμό μιας άνισης ταινίας που αυτή τη φορά το μαγικό ραβδί του δαιμόνιου Charles Band δεν κατάφερε να σηκώσει πάνω από την γενική μετριότητα.
|