Ένας διεφθαρμένος μπάτσος αναπτύσσει μια περίεργη σχέση με έναν διαταραγμένο νεαρό που ισχυρίζεται ότι είναι ο κατ' εξακολούθηση φονιάς αστυνομικών που δρα στην Νέα Υόρκη.
Σχόλια:
Τα credits της συγκεκριμένης γενικά ξεχασμένης ταινίας από το σε απαρχή της παρακμής εκείνη την εποχή Ιταλικό σινεμά που είχε πέσει με τα μούτρα σε φτηνές αντιγραφές εμπορικών Αμερικάνικων παραγωγών "φωνάζουν" για ένα ξεχασμένο διαμάντι και προσωπικά λίγο μετά την πρόσφατη επαναπροβολή του COPKILLER τείνω να συμφωνώ. Harvey Keitel στον πρωταγωνιστικό ρόλο, 1ος ρόλος για τον John Lydon, τον Johnny Rotten των θρυλικών Sex Pistols, μεταφορά του αστυνομικού βιβλίου με τίτλο 'The Order of Death' του Hugh Fleetwood και μουσική Ennio Morricone. Όλα δείχνουν ένα δυνατό poliziotteschi θρίλερ και ο γενικά άγνωστος Roberto Faenza αυτό παραδίδει, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου.
Ο υπαστυνόμος Fred O'Connor είναι στη δίωξη ναρκωτικών της Νέας Υόρκης και μαζί με τον φίλο και συνάδελφο Bob Carvo (Leonard Mann) τα παίρνουν και με τα κέρδη έχουν αγοράσει κρυφά ένα πολυτελές διαμέρισμα στο κέντρο. Εκείνη την περίοδο, ένας κατ' εξακολούθηση δολοφόνος σκοτώνει μπάτσους από το τμήμα τους και είναι συνεχώς στην επικαιρότητα, ενώ ένας ιδιόρρυθμος νέος ονόματι Leo Smith (John Lydon) παρακολουθεί αρκετούς μήνες τον O'Connor. Μια μέρα αποφασίζει να του χτυπήσει την πόρτα όταν αυτός βρίσκεται στο παράνομο διαμέρισμα, λέγοντάς του ότι αυτός είναι ο αποκαλούμενος 'Φονιάς των Μπάτσων'. Ο O'Connor θορυβείται από την επίσκεψη και αν και δεν τον πιστεύει, τον παγιδεύει μέσα στο διαμέρισμα για να μάθει ποιος είναι και τι θέλει.
Ο διαταραγμένος νεαρός αποδεικνύεται ότι είναι κληρονόμος πλούσιας οικογένειας, ενώ η εξαφάνισή του γίνεται θέμα στις εφημερίδες που τονίζουν ότι ο Leo είχε ιστορικό ψευδών ομολογιών για εγκλήματα. Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν ο Carvo, που εντωμεταξύ σε μια κρίση τύψεων για τη διεφθαρμένη τους δραστηριότητα πούλησε το μερίδιό του στο διαμέρισμα στον O'Connor και ετοιμαζόταν να αγοράσει σπίτι στην εξοχή με την γυναίκα του (Nicole Garcia), βλέπει τον δεμένο και κακοποιημένο Leo στο διαμέρισμα και απαιτεί από τον O'Connor να τον ελευθερώσει. Τα γεγονότα που ακολουθούν πάνε τη σχέση του με τον Leo σε άλλα επίπεδα, με τον νεαρό να γίνεται πλέον μόνιμος κάτοικος του διαμερίσματος σε μια συνεχή προσπάθεια να μπει στο μυαλό του σκληροτράχηλου μπάτσου. Είναι όμως αυτός ο Φονιάς των Μπάτσων ή όλα είναι ένα αρρωστημένο παιχνίδι εξουσίας και ελέγχου;
Η ταινία ξεκινάει με ένα εντυπωσιακό μισάωρο όπου γίνονται με ωραίο στιλ οι εισαγωγές στους διάφορους χαρακτήρες υπό την τρομερή ατμοσφαιρική γεμάτη παλλόμενο μπάσο μουσική του θρυλικού Ennio Morricone, ξεκάθαρα επηρεασμένη από τη μίνιμαλ αλλά επιβλητική μουσική του THE THING που είχε γράψει ένα χρόνο πριν. Στο προσκήνιο έρχεται σιγά σιγά η παράξενη σχέση των δύο πρωταγωνιστών με σενάριο και σκηνοθέτη να προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν το θεατή τόσο για το προς τα που πάει η ταινία όσο και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και το ρόλο τους.
Από τη μέση και μετά η ταινία ξαφνικά αλλάζει ύφος, μπλέκοντας arthouse και φιλοσοφικά στοιχεία αντί τα αντίστοιχα poliziotteschi που κυριαρχούσαν μέχρι τότε και κάπως χάνει το μπούσουλα, κάτι που δεν φαίνεται να συγχώρησαν κοινό και κριτικοί. Το σενάριο σε εκείνο το διάστημα κάνει μεγάλα άλματα λογικής τα οποία ο θεατής απλώς πρέπει να δεχτεί αν θέλει να πάει με τα νερά του σκηνοθέτη και να ευχαριστηθεί το υπόλοιπο της προβολής, αλλιώς ο κίνδυνος να τον χάσει είναι μεγάλος, κάτι που προσωπικά αναγνωρίζω.
Το δεύτερο και βασικό μέρος της προβολής χαρακτηρίζεται από αργό ρυθμό, αρκετές σεναριακές τρύπες και πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο για να ξέρω πόσο πιστή ήταν η μεταφορά αλλά κάποια πράγματα μοιάζουν λίγο ότι να 'ναι τόσο από πλευράς ανάλυσης χαρακτήρων όσο και από εξέλιξης της πλοκής. Κατ' αρχάς γιατί δυο μπάτσοι να θέλουν να έχουν στα κρυφά ένα άδειο από έπιπλα πολυτελές διαμέρισμα; Ίσως εδώ μπαίνουν και κάποιοι gay τόνοι στις σχέσεις μεταξύ των δύο μπάτσων, που γίνονται πιο ξεκάθαροι όσον αφορά την μετέπειτα σχέση O'Connor και Leo. Ο Faenza εισάγει και αρκετό φιλοσοφείν στο διάλογο που σε πολλούς μπορεί να φανεί υπερφίαλο και ψιλοδήθεν, όμως προσωπική μου άποψη είναι ότι ακόμα και έτσι το ενδιαφέρον συντηρείται σε όλη τη διάρκεια.
Οι χαρακτήρες των δύο και η εξέλιξη της παράξενης, σχεδόν ερωτικής, σχέσης μεταξύ τους γίνονται το κυρίως πιάτο, με την αστυνομική έρευνα να είναι εντελώς απούσα και το σενάριο να προκαλεί τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τα κίνητρα και τους σκοπούς ιδίως του Leo. Οι χαρακτήρες έχουν βάθος και πολυπλοκότητα, αλλά και πάλι έγκειται στον θεατή να αποδεχτεί ή όχι αυτά που του παρουσιάζει, η αλήθεια με κάπως πιο στεγνό τρόπο απ' ότι πριν, ο σκηνοθέτης. Ακόμα όμως και με αυτή την μείωση ρυθμού, το πλάτειασμα σε διαλόγους και την έλλειψη λογικής σε ορισμένες καταστάσεις, η πανταχού παρούσα μουσικάρα του Ennio Morricone ολονένα και μεγαλώνει την ένταση έστω και με ακαθόριστο τρόπο.
Το φινάλε είναι απρόβλεπτο και έρχεται δυνατό, μουντό και απαισιόδοξο αλλά 100% μέσα στο όλο κλίμα δυσλειτουργίας που κατάφερε να φτιάξει ο Roberto Faenza που προφανέστατα ενδιαφερόταν περισσότερο να κάνει μια ταινία χαρακτήρων παρά ένα καθαρόαιμο poliziotteschi θρίλερ, κάτι που επιβεβαίωσε και ο Leonard Mann στη συνέντευξη που υπάρχει στα extras της πρόσφατης HD κυκλοφορίας. Η υποδοχή που είχε αυτό από το κοινό της ταινίας προφανώς δεν ήταν τόσο καλή και εξηγεί τόσο τον χαμηλό μέσο όρο βαθμολογίας που συναντάμε στα γνωστά website όσο και την έλλειψη ευρείας κυκλοφορίας της ταινίας στις μέρες μας. Προσωπικά πάντως τσίμπησα το Blu Ray κατευθείαν μόλις είδα τα credits και θυμήθηκα μια μεταμεσονύχτια προβολή που είχα πετύχει την ταινία εντελώς τυχαία στην Ελληνική τηλεόραση γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 90. Δεν την είχα δει από την αρχή, αλλά θυμόμουν τους πρωταγωνιστές, που κακά τα ψέματα, είναι το βασικό ατού της.
Ο Harvey Keitel είναι κυριαρχικός σε μία κατά κάποιο τρόπο "πρόβα" ίσως του πιο φημισμένου ρόλου του στο BAD LIEUTENANT του Abel Ferrara, που πιθανότατα είχε ρίξει παραπάνω από μία ματιά στο COPKILLER καθώς έγραφε το σενάριο. Ωραίος είναι ως συνήθως και ο ήδη βετεράνος εκείνη την εποχή σε Ιταλικές παραγωγές με πάνω από 20 τίτλους στη γειτονική χώρα, Leonard Mann (NIGHT SCHOOL), αλλά αυτός που κλέβει την παράσταση είναι ξεκάθαρα ο John Lydon, τόσο με το κλασικό γουρλομάτικο psycho ύφος του όσο και με την ερμηνεία του που παίζει και λίγο από τον εαυτό του. Το ότι το COPKILLER είναι ο μοναδικός του πρωταγωνιστικός ρόλος είναι τουλάχιστον για 'μενα έκπληξη, καθώς το ταλέντο του είναι ξεκάθαρο και θα μπορούσε εύκολα να έχει κι άλλους ρόλους έξω από τα συνηθισμένα χαρακτήρων. Έχει και ένα μουσικό αστειάκι, με τον Keitel να του λέει σε κάποια φάση ότι τον κόβει για λάτρη της... ραπ!
Γενικά το COPKILLER αγνοήθηκε και ψιλοξεχάστηκε με το πέρασμα των χρόνων και είναι μια παραγωγή που ακόμα και σήμερα παραμένει αμφιλεγόμενη, αλλά παρά τα ξεκάθαρα προβλήματά της προσωπικά την θεωρώ αρκετά επιτυχημένη και σίγουρα must για τους οπαδούς των Harvey Keitel, Johnny Rotten και του Ιταλικού poliziotteschi.
Όλες οι εκδόσεις είναι χωρίς περικοπές. Κορυφαία είναι η έκδοση της Code Red τόσο από πλευράς ποιότητας εικόνας και ήχου όσο και extras. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, εκδόσεις σε DVD είναι ποιότητας VHS και είναι πιθανό να υπάρχουν και άλλες παρόμοιας ποιότητας από public domain κόπιες.