ZOMBIE SPECIAL - Μέρος 1ο
02/04/2007 00:55
Από το NIGHT OF THE LIVING DEAD και μετά και ακόμα περισσότερο μετά το DAWN OF THE DEAD, τα ζόμπι έγιναν ένα από τα αγαπημένα θέματα των ταινιών τρόμου και των οπαδών της σκηνής. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεκάδες ταινίες με ζόμπι κυκλοφορούν κάθε χρόνο συνεχώς από την παγκόσμια ζόμπι- τρέλα που ξεκίνησε από την Αμερική, αλλά ωρίμασε στην Cinecita της Ιταλίας από το 1979 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σ’ αυτό το διάστημα τα ζόμπι είχαν την τιμητική τους στη φιλμογραφία του τρόμου, με δεκάδες παραλλαγές και αποκλίσεις από το βασικό μοντέλο που διατήρησαν το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο όλα αυτά τα χρόνια. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
In the beginning
Η μόδα για την απόλαυση τέτοιων μακάβριων και απαγορευμένων θεμάτων όπως ο θάνατος και η επιστροφή άρχισε στις δεκαετίες του ’20 και ’30 και είχε δεσμούς με πραγματικά συμβάντα της ζωής.
Αρχή των πάντων έγινε με το αριστούργημα του Robert Wiene THE CABINET OF DR. CALIGARI (1919), όπου ο δολοφονικός πρωταγωνιστής Cesare, παρουσιάζεται ως υπνοβάτης και κατά τη διάρκεια της υπνοβασίας του επιδίδεται σε δολοφονικές πράξεις. Με μαεστρία ο εξπρεσιονιστής Wiene μέσω πλάνων των του νεκροταφείου μας δίνει να καταλάβουμε ότι ο ήρωας του στην πραγματικότητα μόλις επέστρεψε από το βασίλειο των νεκρών. Παρόντα όλα τα ατμοσφαιρικά στοιχεία που θα γίνουν στο μέλλον απαραίτητα συστατικά σε κάθε ταινία τρόμου, όπως η εφιαλτική ατμόσφαιρα, τονισμένη ακόμα περισσότερο από τη μουσική και τον φαινομενικά αόριστο εξπρεσιονιστικό τρόπο σκηνοθεσίας και τα κοντινά ζουμαρίσματα με τα οποία ο Wiene δείχνει ξεκάθαρα το συναίσθημα απειλής που είναι διάχυτο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Κι ενώ το φινάλε του THE CABINET OF DR. CALIGARI είναι ανοιχτό σε πληθώρα ερμηνειών με πολιτική και κοινωνική χροιά για το κυρίαρχο θέμα του, μιας και στο κατώφλι του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου οι παραγωγοί της ταινίας δήλωσαν ότι το ζόμπι τους παρομοίαζε τα εκατομμύρια νέων που παρά τη θέλησή τους στάλθηκαν στο θάνατο, οι μεταγενέστερες ταινίες, με αρχή το WHITE ZOMBIE (1932) δεν έφτασαν ούτε επιδερμικά τέτοια βάθη ανάλυσης και κοινωνικού προβληματισμού.
Το WHITE ZOMBIE, όντας ένα κανονικό παραμύθι, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών ζόμπι, έχει τα πτώματα να ανασταίνονται μέσω της μαγείας, με στόχο τη χρήση τους ως εργάτες σε Αϊτινούς Μύλους ζάχαρης από τον σατανικό Murder Legendre (Bella Lugozi). Η ταινία, όπως και η συνέχειά της REVOLT OF THE ZOMBIES (1936), δεν έχουν καταφέρει να αντέξουν το πέρασμα του χρόνου, με μόνο την σχεδόν ψυχωτική ερμηνεία του Bella Lugozi να έχει περάσει το τεστ. Παράλληλα, οι ταινίες άρχισαν να ξεφεύγουν από τον τρόμο και να τείνουν προς την κωμωδία. Και λογικό ήταν, μιας και το κοινό δεν μπορούσε να βρει κάτι τρομακτικό πάνω στους κακούς, δηλαδή τα αγαπητά μας ζόμπι.
Η πιο αξιομνημόνευτη παραγωγή τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι το ατμοσφαιρικό I WALKED WITH A ZOMBIE (1943), παραγωγής Val Lewton, στο οποίο μια νεαρή νοσοκόμα προσλαμβάνεται από έναν μεγαλοαγρότη των Δυτ. Ινδιών για να προσέχει την κατατονική σύζυγό του, η οποία έχει μόνη φυσική ανταπόκριση το περπάτημα και οι ντόπιοι νομίζουν ότι είναι μία νεκροζώντανη.
Στην κατά τους κριτικούς καλύτερη συνεργασία των Val Lewton- Jacques Tourneur η ατμόσφαιρα κυριαρχεί και συνυπάρχει με τον τρόμο και τον ερωτισμό. Η ταινία έχει μείνει στην ιστορία για την σκηνή της νυχτερινής βόλτας των δύο ηρωίδων μέσα απ’ τα ζαχαροκάλαμα, που από πολλούς θεωρείται μια από τις καλύτερες του παγκόσμιου σινεμά, σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ταινία με ζόμπι, έτσι όπως θα μεταλλάσσονταν λίγα χρόνια αργότερα.
Και όταν λέμε «λίγα» εννοούμε κάτι λιγότερο από 25, αφού μετά κάποιες αμελητέες προσπάθειες όπως το I EAT YOUR SKIN (1964), οι επόμενες αξιομνημόνευτες αναφορές έρχονται από την Αγγλία και τα δοξασμένα στούντιο της Hammer με το PLAGUE OF THE ZOMBIES (1966). Εδώ, αν και η ιδέα της χρήσης των ζωντανών νεκρών για φτηνά εργατικά χέρια επαναλαμβάνεται, για πρώτη φορά βλέπουμε σε έντονη χρήση τα ειδικά εφέ στον τομέα του make up, μιας και τα ζόμπι σαπίζουν, όπως επιβάλλει η λογική. Μέχρι τότε τα μοναδικά ειδικά χαρακτηριστικά τους ήταν το κενό βλέμμα, το αργό περπάτημα και η έλλειψη ομιλίας. Η σήψη της σάρκας ήρθε σαν το επόμενο λογικό βήμα στην εξέλιξη των νεκροζώντανων.
Τα καλύτερα, όμως, έρχονταν 2 χρόνια αργότερα.
They’re coming to get you, Barbara!
Μια όμορφη βραδυά του 1966 στο Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ, τρεις φιλόδοξοι νεαροί κινηματογραφιστές σχεδίαζαν τον τρόπο με τον οποίο θα κάναν τα πρώτα τους βήματα στο Χόλυγουντ. Τελικά αποφάσισαν με τη βοήθεια διάφορων φίλων και γνωστών να μαζέψουν ένα γκρουπ επενδυτών οι οποίοι να ήταν διατεθημένοι να δώσουν από 600 δολλάρια, και το τρίο να κάνει πραγματικότητα το όνειρό τους. Οι τρεις νέοι ήταν ο George Romero, ο John Russo και ο Richard Ricchi.
Μετά από προσεκτική σκέψη κατέληξαν ότι η ενδεδειγμένη λύση θα ήταν να γυρίσουν μια ταινία τρόμου, μιας και εκείνη την εποχή η τοπική τηλεόραση έδειχνε κακοφτιαγμένες ταινίες τρόμου κατά δεκάδες και το είδος είχε μεγάλη πέραση. Όμως οι τρεις κατάλαβαν ότι για να πετύχουν το στόχο τους, έπρεπε να δώσουν στο κοινό κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Κάτι συναρπαστικό, όσο και μακάβριο που θα εξίταρε τη φαντασία και θα δημιουργούσε ανυπομονησία στο κοινό, που είχε αρχίσει να κουράζεται από τις συνεχείς b- movies της εποχής με επιθέσεις τεράτων από το διάστημα που όχι μόνο δεν τρόμαζαν, αλλά αντίθετα πήγαιναν προς τη γελοιότητα.
Έτσι, οι τρεις άρχισαν να δουλεύουν πάνω στο σενάριο της Νύχτας των Ζωντανών Νεκρών. Στην αρχή η ιδέα των νεκρών που επανέρχονταν στη ζωή με τη συνδρομή κάποιας ακαθόριστης δύναμης από το διάστημα έμοιαζε εξίσου γελοία με τις επιθέσεις των γιγάντιων καβουριών και άλλων πλασμάτων από το διάστημα που είχαν κατακλύσει τις αίθουσες την εποχή.
Όμως, η ιδέα ότι οι ζωντανοί νεκροί θα είχαν ακόρεστη πείνα για ανθρώπινη σάρκα δημιούργησε το κλίμα που οι τρεις νέοι επιθυμούσαν, μιας και η πιθανότητα για ακραίο gore προσέλκυσε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών σχεδόν αμέσως. Αυτή είναι και η καινοτομία που προσέφερε ο Romero στο σινεμά τρόμου, και συγκεκριμένα στο υπό ίδρυση είδος των ταινιών με ζόμπι. Ο τρόμος του να φαγωθεί κάποιος ζωντανός αρκεί για να προσελκύει μέχρι και σήμερα το κοινό στα σινεμά και να κρατάει τα ζόμπι στη μόδα, εκεί που άλλοι παραδοσιακοί σκοτεινοί ήρωες, όπως ο Δράκουλας ή ο Λυκάνθρωπος εμφανίζονται όλο και πιο σπάνια στο πανί. Έτσι, καθώς γραφόταν το σενάριο και γινόταν προσπάθεια συγκέντρωσης του budget, που η ιστορία έγραψε ότι έφτασε μόλις τις 120.000 δολάρια, οι τρεις ιθύνοντες άρχισαν την επιλογή προσώπων για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Judith O’Dea, Karl Hardman, Marilyn Eastman, όλοι είχαν μια σχετική προϊστορία στην ηθοποιία, αλλά το επερχόμενο NOTLD ήταν η ευκαιρία που έψαχναν.
Η Judith O'Dea θυμάται σε μια συνέντευξη ότι δεν είχε ψευδαισθήσεις για το είδος ταινίας στο οποίο θα πρωταγωνιστούσε, σίγουρη ότι θα επρόκειτο καθαρά για μια εμπορική ταινία, η ίδια όμως θεώρησε καλές τις πιθανότητες να απογειώσει την καριέρα της. Μάλιστα, πολλοί από τους πρωταγωνιστές έδωσαν…φακελάκια στον Romero και την παρέα του, μιας και πίστευαν δικαίως ότι κάτι τέτοιο ίσως να αύξανε τις πιθανότητές τους για να πάρουν τους ρόλους.
Ο κύριος πρωταγωνιστής, όμως του NOTLD ήταν ο Duane Jones, ο σκληρός Ben της ταινίας, ο οποίος ήδη είχε ένα καλό όνομα ως ηθοποιός και μοντέλο. Σύμφωνα με τον ίδιο, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις πριν το θάνατό του το 1988, η ομορφιά με τους δημιουργούς του NOTLD ήταν ότι θέματα όπως χρώμα και φυλή δεν τους απασχολούσαν (σ.σ. ο Duane Jones ήταν έγχρωμος).
Έτσι το 1967, η ομάδα γυρίσματος άρχισε το δύσκολο έργο τους σε ένα προάστιο του Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Οι συνθήκες γυρισμάτων ήταν αρκετά δύσκολες, με πολλές 24ωρες ημέρες γυρίσματος, νυχτερινά γυρίσματα, σκόνη και χώμα. Όλοι όμως οι συντελεστές είχαν την σιγουριά ότι, παρά τις δυσκολίες, παρά τον χαμηλό προϋπολογισμό, το NOTLD ήταν προορισμένο για μεγαλύτερα πράγματα από την μία εβδομάδα προβολής στα Αμερικάνικα Drive-in.
Αυτό ήταν κάτι εμφανές, μιας και το NOTLD είχε αρκετές καινοτομίες για το σινεμά τρόμου της εποχής. Πρώτα απ’ όλα η φύση των «τεράτων» της ταινίας. Συνήθως τα τέρατα έχουν πολύ μικρό χρόνο στην οθόνη, κρύβονται, εμφανίζονται μετά από ώρα στα πλάνα, κυρίως στο φινάλε. Στο NOTLD εμφανίζονταν αμέσως, και ήταν εξίσου απειλητικά και τρομακτικά, αν όχι περισσότερο με οποιοδήποτε οκταποειδές τέρας που είχε εμφανιστεί το σινεμά μέχρι τότε.
Ένα άλλο καινοτόμο χαρακτηριστικό ήταν οι θάνατοι πολλών από τους «καλούς» πρωταγωνιστές, κάτι που δεν συνηθιζόταν μέχρι τότε, όπως επίσης δεν συνηθιζόταν να βλέπει κανείς «χλωμά» πρόσωπα να μασουλάν τη σάρκα των θυμάτων τους! Αυτά τα στοιχεία, μεταξύ άλλων, έκαναν τους πρωταγωνιστές να μιλούν για καλές πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας του NOTLD.
Κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά το 1968, όπου και η ταινία έκανε το ντεμπούτο της στις Αμερικάνικες αίθουσες. Πολύ γρήγορα, η ταινία έκανε τεράστια αίσθηση τόσο στους κύκλους του τρόμου, όσο και στο ευρύτερο κοινό. Η αθανασία είχε επιτευχθεί για τον Romero και την παρέα του, μιας και το NOTLD απέκτησε σχεδόν άμεσα τον χαρακτηρισμό του «κλασσικού», ακόμα και από τους παραδοσιακά δύσκολους στις ταινίες τρόμου κριτικούς, οι οποίοι αναγνώρισαν τη δύναμη, την ωμότητα και την αποτελεσματικότητά του. Και παρόλο που, τελικά, οι πολλές οικονομικές ατασθαλίες και κακοδιαχείριση δεν επέτρεψαν στους δημιουργούς να δουν και πολλά από τα χρήματα που κέρδισε το NOTLD, το στοίχημα της επιτυχίας ήταν ήδη κερδισμένο.
Το NOTLD άνοιξε τις πόρτες της αναγνώρισης για τους συντελεστές του, σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό. Ο Romero αναμφίβολα απόλαυσε τη μερίδα του λέοντος, μιας και η καριέρα του απογειώθηκε, βγάζοντας τις εξίσου κλασσικές συνέχειες DAWN OF THE DEAD και DAY OF THE DEAD, αλλά και οι υπόλοιποι απόλαυσαν τα «15 λεπτά δόξας τους», που σε πολλές περιπτώσεις διαρκούν μέχρι σήμερα. Πάντως πολλοί, όπως πχ η τότε μικρή Kyra Schon και η Judy Ridley παραδέχονται ότι από πλευράς καριέρας το NOTLD δεν τους βοήθησε και πολύ. Αυτό που αναγνωρίζουν και οι δύο είναι ότι η συμμετοχή τους σ’ αυτό το έπος της σκηνής του τρόμου έφερε την αναγνώριση, έστω και σε επίπεδο οπτικής αναγνώρισης από φίλους της ταινίας στο δρόμο, ενώ εντύπωση τους προκαλεί η αγάπη του κοινού για την ταινία ακόμα και σήμερα, κοντά 40 χρόνια από την πρώτη προβολή της.
Και ακόμα και σήμερα κάποια πράγματα είναι καθαρά. Το NOTLD είναι ίσως η ταινία που επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλη τη σκηνή του τρόμου, θέτοντας τα στάνταρντς για το αίμα και gore που θα γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι τους από εκεί και πέρα, και απέδειξε με πανηγυρικό τρόπο ότι δεν χρειάζεται κανείς να έχει εκατομμύρια δολάρια για να κάνει κάτι καλό, αρκεί να έχει ταλέντο, διάθεση και περίσσιο ενθουσιασμό. Πέρα απ’ αυτά, το NOTLD ουσιαστικά σηματοδότησε το τέλος της εποχής του γοτθικού τρόμου του Mario Bava, της Hammer films και του κύκλου του Edgar Alan Poe του μεγάλου Roger Corman, και εγκαινίασε την χρυσή περίοδο της Αμερικάνικης βιομηχανίας τρόμου, που τελείωσε τόσο απότομα όσο άρχισε με το που εμφανίστηκε στα σινεμά το FRIDAY THE 13TH PART 2.
Children Shouldn’t Play with Sleeping Corpses
Παρ’ όλη την καινοτόμα φύση του και την τρομακτική επιτυχία που είχε σε όλους τους τομείς, το NOTLD περιέργως δεν έδωσε το σύνθημα σε πολλούς άλλους σκηνοθέτες της εποχής για να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Romero και της παρέας του. Ελάχιστες ταινίες με ζόμπι κυκλοφόρησαν από το 1969 μέχρι το 1978, με περισσότερο άξιες αναφοράς τα CHILDREN SHOULDN’T PLAY WITH DEAD THINGS του πολυτάλαντου αλλά αδικημένου από την παγκόσμια σκηνή Bob Clark και το καταπληκτικό LET SLEEPING CORPSES LIE του Jorge Grau. Και οι δυο ταινίες ξεχωρίζουν ακόμα και σήμερα γιατί δεν προσπάθησαν απλά να αντιγράψουν το NOTLD για λόγους κονόμας, αλλά είχαν το προσωπικό τους όραμα και την ποιότητα ώστε σήμερα να θεωρούνται δυο κλασσικές ταινίες του είδους.
Από πλευράς χαρακτηριστικών, τόσο το CHILDREN… όσο και το LET… ουσιαστικά συνέχισαν από εκεί που σταμάτησε ο Romero και το NOTLD, με απειλητικά αλλά όχι ιδιαιτέρως μακιγιαρισμένα ζόμπι, που ναι μεν ήταν όσο ανθρωποφάγα όσο και οι γηραιότεροι συνάδελφοί τους, αλλά που τελικά δεν στήριξαν τον τρόμο που προκαλούσαν στο κοινό με λεπτομερή gore ειδικά εφέ και λίτρα αίματος. Για να επιδώσουμε, βέβαια, τα εύσημα εκεί που το αξίζουν, το LET SLEEPING CORPSES LIE είχε αρκετά περισσότερο gore τόσο από το NOTLD όσο και από το CHILDREN SHOULDN’T PLAY WITH DEAD THINGS, και υπήρξε πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα. Όχι τυχαία, οι λίγες αλλά δυνατές σπλατεριές της ταινίες πετσοκόφτηκαν στις περισσότερες εκδόσεις της, συμπεριλαμβανομένης και της αστείας Ελληνικής μεταγλωττισμένης στα Γερμανικά έκδοσης VHS με τίτλο INVASION DER ZOMBIES και η ταινία απέκτησε για αυτό το λόγο διαβόητη φήμη για ένα χρονικό διάστημα, κάτι που κατά την άποψή μου την αδικεί κατάφωρα. Πάντως, ο συναγερμός δόθηκε στη σκηνή του τρόμου, τον οποίο άκουσε ο Romero και απάντησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Εκτός, όμως, από τη σημασία του LET SLEEPING CORPSES LIE στον τομέα του αιματηρού θεάματος, είδαμε για πρώτη φορά και έντονο κοινωνικό προβληματισμό, με τη δράση των ζόμπι να αποδίδεται σε μη φυσιολογική χρήση της τεχνολογίας. Μια μηχανή που κατασκευάστηκε για να σκοτώνει τα ζωύφια από τα σπαρτά στάθηκε η αιτία για να εκδικηθεί με μανία η φύση απέναντι στον άνθρωπο. Ένας προβληματισμός που επεκτάθηκε και σε άλλα επίπεδα σκέψης με το μνημειώδες DAWN OF THE DEAD.
When there is no room in hell, the dead will walk the earth
Η επανάσταση στις ταινίες με ζόμπι, αλλά και στο σινεμά τρόμου γενικότερα ήρθε το 1978 όταν ο Geroge Romero μαζί με τον κολλητό και πρώτο όνομα του Ιταλικού τρόμου της εποχής, Dario Argento, έκαναν το DAWN OF THE DEAD, την ταινία που θεωρείται από πολλούς η κλασσικότερη και ίσως η καλύτερη όλων των εποχών για το είδος. Ο Argento μόλις άκουσε ότι ο Romero σχεδιάζει sequel του NOTLD, τον κάλεσε στη Ρώμη για να γράψει ανενόχλητος το σενάριο, χωρίς τίποτα να τον αποσπάει. Πράγματι, ο Romero το ξεπέταξε μέσα σε 3 βδομάδες την ώρα που ο Argento έγραφε μαζί με τους Goblin τη μουσική και μάζευε κεφάλαια για την παραγωγή.
Με το αστείο ακόμα για τα δεδομένα της εποχής προϋπολογισμό των 500.000 δολαρίων, οι δύο έγραψαν ακόμα μια χρυσή σελίδα στο παγκόσμιο σινεμά τρόμου και ταυτόχρονα άνοιξε μια νέα εποχή στα ειδικά εφέ μακιγιάζ με τη μνημειώδη δουλειά του Tom Savini.
Το DAWN OF THE DEAD έδειξε για πρώτη φορά αυτά που άλλοι φοβόντουσαν ή απλά δεν διανοούνταν καν να δείξουν. Τα ζόμπι του DAWN δάγκωναν και μάλιστα άσχημα, κόβοντας ολόκληρα κομμάτια σάρκας από τα θύματά τους, όλα δοσμένα με πρωτοφανή λεπτομέρεια από τους Romero, Argento και του ανερχόμενου μάγου των σπλάτερ εφέ Tom Savini. Εντόσθια που κατασπαράζονται, κεφάλια που κομματιάζονται από έλικες ελικοπτέρου και άλλα συναφή θεάματα έκαναν ίσως για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στη μεγάλη οθόνη σε τέτοιο βαθμό ρεαλισμού και αληθοφάνειας.
Κάτι τέτοιο έμοιαζε αναπόφευκτο την εποχή. Ταινίες όπως το LET SLEEPING CORPSES LIE απέδειξαν με την, έστω περιορισμένη, χρήση ειδικών gore εφέ ότι οι ζωντανοί νεκροί ήταν πολύ πιο απειλητικοί και τρομακτικοί όταν το κοινό τους βλέπει εν δράση και όχι όταν οι πράξεις τους απλώς εννοούνται, όπως στα NIGHT OF THE LIVING DEAD και CHILDREN SHOULDN’T PLAY WITH DEAD THINGS.
Η επίδραση του DAWN OF THE DEAD στην σκηνή του τρόμου της εποχής ήταν κατακλυσμική. Κατ’ αρχάς, ήταν η σπίθα που προκάλεσε την πρωτοφανή έκρηξη του Ιταλικού αιματηρού exploitation, δημιουργώντας ουσιαστικά σκηνοθέτες και ταινίες ορόσημα που από εκεί και μετά θα κινούσαν τα νήματα στην παγκόσμια σκηνή. Ονόματα όπως του μεγάλου Lucio Fulci θα ταυτίζονταν με το gore και την σκηνή του τρόμου, ενώ άλλοι που προηγουμένως δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με το συγκεκριμένο είδος (όπως πχ Umberto Lenzi, Ruggero Deodato, Sergio Martino κλπ) άρχισαν να πέφτουν με τα μούτρα, κυκλοφορώντας την μια σπλατεριά μετά την άλλη. Δεύτερον, ουσιαστικά ίδρυσε την κινηματογραφική σχολή των σαρκοφάγων ζόμπι, που συνεχίστηκε και μετά την παρακμή της Ιταλικής σχολής και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε αρκετά μικρότερο βαθμό.
Πέρα, όμως, από τα ειδικά εφέ και τις σκηνές gore, το DAWN OF THE DEAD, όπως και το NOTLD αλλά και το μεταγενέστερο και παρεξηγημένο τρίτο μέρος της τριλογίας, DAY OF THE DEAD, έδειξε στοιχεία πραγματικής έμπνευσης από τους δημιουργούς, στοιχεία που δεν συναντάμε πολύ συχνά σε ταινίες από το βασίλειο των ζωντανών νεκρών. Το σύνθετο επίπεδο προβληματισμού του Romero έκανε το DAWN OF THE DEAD προσβάσιμο και στο ευρύτερο κοινό που δεν χαρακτηριζόταν ως κοινό των ταινιών τρόμου.
Θέλετε και βαθύτερα νοήματα μαζί με τα εντόσθια σας;
Σε ολόκληρη την τριλογία των ζωντανών νεκρών, ο Romero καταπιάστηκε σε ένα βαθμό με την κοινωνία και τους Αμερικάνικους θεσμούς όπως της οικογένειας (στο NOTLD), της καπιταλιστικής οικονομικής κατάστασης της κοινωνίας (στο DAWN OF THE DEAD) και της δύναμης και ασυδοσίας της εξουσίας (στο DAY OF THE DEAD).
Αυτοί οι προβληματισμοί και οι συσχετισμοί που κάνει ο Romero στο DAWN OF THE DEAD έχουν εφαρμογή σε κάθε ανεπτυγμένη κοινωνία στον κόσμο. Συνεχής και ανούσιος καταναλωτισμός που στην ταινία ενσαρκώνεται από το Πολυκατάστημα στο οποίο διαφεύγουν οι πρωταγωνιστές προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα πεινασμένα ζόμπι, που επίσης πηγαίνουν στο εμπορικό κέντρο, σαν να τους τραβάει εκεί μια αόρατη δύναμη. Ένας από τους πρωταγωνιστές στην ταινία υποθέτει ότι πήγαν εκεί επειδή τους θυμίζει τις αντίστοιχες βόλτες τους πριν αποκτήσουν το χλωμό γκρίζο χρώμα και τις αποκλίνουσες διατροφικές συνήθειες. Όμως τα ζόμπι που βολοδέρνουν χωρίς κατεύθυνση και σκοπό στο εμπορικό κέντρο δεν θυμίζουν πολλούς από τους συμπολίτες μας σήμερα, που ουσιαστικά ο καταναλωτισμός και η αφθονία τους έχει μετατρέψει σε «ζόμπι» που βάζουν σχεδόν μηχανικά το χέρι στο πορτοφόλι, και η διασκέδασή τους τα Σαββατοκύριακα περιορίζεται σε μια βόλτα στα μαγαζιά;
Μετεξεταστέοι
Όπως ακριβώς είχε γίνει και με το NOTLD, που παρόλη την καθολική αναγνώριση από την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα, οι επιρροές του στις μεταγενέστερες ταινίες δεν πολυφαίνονται, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (πχ ASSAULT ON PRECINCT 13), έτσι και το DAWN OF THE DEAD έμελλε να είναι η ταινία που ναι μεν θα μεταμόρφωνε το Ιταλικό σινεμά τρόμου για ορισμένα χρόνια, αλλά δεν θα έδινε τα στοιχεία τις επιτυχίας στο αντίστοιχο Αμερικάνικο, που την ίδια στιγμή υπέγραφε την καταδίκη του.
Βλέπετε, οι ιθύνοντες του Χόλυγουντ γλυκάθηκαν πολύ περισσότερο από το φρέσκο χρήμα. Έτσι, αντί να ακολουθήσουν το παράδειγμα του DAWN OF THE DEAD, προτιμήθηκε σε μια σιωπηρή συνομωσία το «πιασάρικο» και κενό περιεχομένου θέαμα της σειράς FRIDAY THE 13TH, μια συνταγή που σήμανε την απότομη πτώση της σκηνής που έφτασε στο αποκορύφωμά της με το DAWN OF THE DEAD και από τότε υποβιβάστηκε σε διαγωνισμό ουρλιαχτών από γυμνόστηθες φοιτήτριες που τρέχουν σε κατασκηνώσεις για να γλιτώσουν το προβλέψιμο φονικό όπλο του Jason και του κάθε Jason.
Από τότε ακριβώς άρχισε η πτώση της παγκόσμιας βιομηχανίας τρόμου, με μόνο ελάχιστες από τις ταινίες που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του ’80 να ξεφεύγουν από το ρουτινιάρικο μοτίβο του slasher που καθιερώθηκε μετά από την ταινία του Sean S. Cunningham, αλλά αυτή είναι μια άλλη πολύ μεγάλη ιστορία.
Στο δεύτερο μέρος:
Το Ιταλικό ολοκαύτωμα των Ζωντανών Νεκρών
Σκουληκιασμένοι Μεσσίες
Fabrizzio De Angelis και Lucio Fulci: Ανίερη συμμαχία
Ο Lovecraft, o Herbert West, ο Stuart Gordon και οι ζωντανοί Νεκροί
Τα Ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα και άλλες φανταστικές ιστορίες
Zombies Don’t Run!
Δεν υπάρχουν σχόλιασμοί για αυτό το νέο.
Σχολιάστε αυτό το νέο.
|